Ο μεγάλος εξερευνητής
Χριστόφορος Κολόμβος
Μετά από πέντε αιώνες, ο Χριστόφορος Κολόμβος παραμένει μία μυστηριώδης και αντιφατική προσωπικότητα. Ένας από τους μεγαλύτερους θαλασσοπόρους, οραματιστής και ιδιοφυία, μυστικιστής, εθνικός ήρωας, αποτυχημένος διοικητής, αφελής επιχειρηματίας, αδίστακτος και άπληστος ιμπεριαλιστής, είναι μερικοί μόνο από τους χαρακτηρισμούς που του έχουν αποδοθεί.
Ο Χριστόφορος Κολόμβος γεννήθηκε στη Γένοβα το 1451, μεγαλύτερος γιος του Δομίνικου Κολόμβου και της Σουζάνα Φονταναρόσα. Ως νεαρός, ο Κολόμβος εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση του πατέρα του, στην επεξεργασία και πώληση μαλλιού. Όμως, τελικά, στράφηκε στη θάλασσα και αφιερώθηκε στη θαλασσινή ζωή ήδη από τα εφηβικά του χρόνια.
Το 1474 ο Κολόμβος επιβιβάστηκε ως ναύτης σε ένα πλοίο με προορισμό τη Χίο. Αυτό ήταν το πρώτο του μεγάλο ταξίδι και αποδείχθηκε επικερδές, καθώς απέκτησε οικονομική ανεξαρτησία από την οικογένειά του. Ο Κολόμβος παρέμεινε στη Χίο ένα χρόνο και σίγουρα δεν έμεινε ανεπηρέαστος από τον πολιτικό, εμπορικό και θρησκευτικό αναβρασμό που επικρατούσε στην περιοχή.
Το 1477 ο Κολόμβος εγκαταστάθηκε στη Λισαβόνα, όπου ανθούσε μία μεγάλη κοινότητα Γενοβέζων. Σύντομα τον ακολούθησε και ο αδερφός του, Βαρθολομαίος, για να εργαστεί ως χαρτογράφος και να μελετήσει γεωγραφία. Οι δύο αδερφοί εργάζονταν ως σχεδιαστές σε εργαστήριο κατασκευής χαρτών και ως συλλέκτες βιβλίων.
Συνέχιζε φυσικά να ταξιδεύει σε όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Ανάμεσα στα ταξίδια του συνάντησε και παντρεύτηκε τη Φελίπα Περεστρέλο ε Μονίζ, που προερχόταν από μία σχετικά φτωχή αλλά ευγενικής καταγωγής οικογένεια. Αμέσως μετά τον γάμο του, το 1478 ή 1479, το ζευγάρι μεταφέρθηκε στο Πόστο Σάντο στα Νησιά της Μαδέρας, όπου ο αδερφός της Φελίπα είχε αναλάβει τη διοίκηση, κληρονομώντας τη θέση από τον πατέρα του. Λίγο μετά γεννήθηκε ο γιος τους, Ντιέγκο, το 1480 ή 1481. Ο Κολόμβος και η Φελίπα μετακόμισαν σε ένα μεγαλύτερο νησί της Μαδέρας. Πιστεύεται ότι η σύζυγος του Κολόμβου πέθανε λίγο αργότερα.
Τα επόμενα χρόνια ήταν γεμάτα από ταξίδια. Η εμπειρία όλων αυτών των χρόνων οδήγησε τελικά στη γέννηση του σχεδίου του να φθάσει στην Ανατολή πηγαίνοντας δυτικά, αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «Επιχείρηση των Ινδιών». Χάρη στον γάμο του με τη Φελίπα, της οποίας η οικογένεια ανήκε στην τάξη των Πορτογάλων ευγενών, ο Κολόμβος απέκτησε πρόσβαση όχι μόνο στην πορτογαλική αυλή και στον βασιλιά, αλλά και σε μια εκτεταμένη συλλογή χαρτών του πατέρα της Φελίπα. Αν και σχετικά φτωχή, η οικογένεια είχε διατηρήσει τις επαφές της με την αυλή, ενώ στα χαρτιά του αποθανόντος κυβερνήτη, ο Κολόμβος βρήκε ένα θησαυρό πληροφοριών συμπεριλαμβανομένων χαρτών, σχεδιαγραμμάτων για τα ωκεάνια ρεύματα, συνεντεύξεων με ναύτες κ.ά.
Στη διαμόρφωση του σχεδίου του συνέβαλαν η σχέση του με τη γενοβέζικη κοινότητα στη Πορτογαλία, αλλά και οι συναναστροφές του με Ιταλούς και Πορτογάλους εμπόρους. Επέκτεινε με αυτό τον τρόπο τις γνώσεις του για τον Ατλαντικό Ωκεανό. Μετά από οχτώ χρόνια ναυτικής εμπειρίας στον Ατλαντικό και πρόσβασης σε όλη τη σχετική βιβλιογραφία της εποχής, ο Κολόμβος ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να φτάσει στην Άπω Ανατολή σαλπάροντας δυτικά.
Για ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, όμως, έπρεπε να βρεθεί χρηματοδότης. Για έναν εξερευνητή του 15ου αιώνα, η βασιλική χορηγία ήταν αναγκαιότητα, όχι επιλογή. Ποιος άλλος από τον μονάρχη θα μπορούσε να προωθήσει την κυριαρχία, να νομιμοποιήσει την ανακάλυψη, να συνάψει διπλωματικές σχέσεις, να αποικίσει τη γη, να προστατεύσει και να υπερασπίσει την νέα αποικία, να φτιάξει νόμους, να επιβλέψει την εκμετάλλευση των πόρων και να δημιουργήσει μια υπερπόντια κυβέρνηση; Είναι κάτι παραπάνω από σύμπτωση ότι η Εποχή των Ανακαλύψεων συνέπεσε με την εμφάνιση των πρώτων αμιγώς εθνικών κυβερνήσεων στη δυτική Ευρώπη. Αυτό που είχαν μάθει οι Πορτογάλοι, κατά τη διάρκεια των εξερευνήσεων του πρίγκιπα Ερρίκου, ήταν ότι για την προώθηση νέων εξερευνήσεων και ανακαλύψεων απαιτούνταν μια ισχυρή πολιτική και στρατιωτική βάση. Επιπροσθέτως, απαραίτητη για την επιτυχία οποιασδήποτε εμπορικής επιχείρησης ήταν η υποστήριξη της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, οι εξερευνητές συχνά υπηρετούσαν ως πράκτορες της αστικής τάξης με βασιλική συγκατάθεση.
Η απόφαση του Κολόμβου να αναζητήσει βασιλική προστασία στην Πορτογαλία φαινόταν καλή ιδέα. Ο πορτογαλικός θρόνος, με κάποιες διακοπές, είχε ενθαρρύνει και υποστηρίξει τις εξερευνήσεις για παραπάνω από ένα αιώνα, και σχεδόν όλες οι νέες ανακαλύψεις στον Ατλαντικό ανήκαν στους Πορτογάλους. Επιπλέον, ήταν γνωστό ότι ο μονάρχης που βασίλευε, ο Γεώργιος Β’, είχε προσωπικά δεσμευτεί να ανακαλύψει την θαλάσσια οδό που θα οδηγούσε απευθείας στον Ινδικό Ωκεανό και την Άπω Ανατολή. Το ανεκπλήρωτο όνειρο του πρίγκιπα Ερρίκου να περιπλεύσει την Αφρική έγινε ένα από τα πάθη του βασιλιά Γεωργίου Β’. Εξάλλου, ο βασιλιάς ήταν ανένδοτος στην υποστήριξή του στο αφρικανικό εμπόριο και τον εκχριστιανισμό των ιθαγενών.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 1484 ο βασιλιάς άκουσε την πρόταση του Κολόμβου να σαλπάρει με προορισμό την Ανατολή πηγαίνοντας δυτικά και παρέπεμψε την υπόθεση στο Συμβούλιο για τις Γεωγραφικές Υποθέσεις. Μετά από μία δημόσια ακρόαση, το Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα, επιχειρηματολογώντας ότι ήταν πολύ ακριβό, ότι ο Κολόμβος ήταν μόνο ένας «οραματιστής», ότι είχε άδικο όσον αφορά στις αποστάσεις και τις μετρήσεις, ότι στην Δύση βρίσκονταν μόνο ανάξιοι λόγου «βράχοι», και ότι τέτοιο σχέδιο ήταν αντίθετο με τη δέσμευση της Πορτογαλίας να βρει έναν ανατολικό δρόμο για την Κίνα, περιπλέοντας την Αφρική.
Μετά την αποτυχία του να βρει υποστήριξη από τις βασιλικές αυλές της Πορτογαλίας, της Γαλλίας και της Αγγλίας, ο Κολόμβος πήρε το γιο του και μετακόμισε στην Ισπανία, το 1485. Επίμονος όπως ήταν, η πρόθεσή του ήταν να προσεγγίσει τους Ισπανούς μονάρχες και να τους εκθέσει το σχέδιό του.
Μία από τις πρώτες στάσεις του Κολόμβου στην Ισπανία ήταν το μοναστήρι Λα Ραμπίντα. Εκεί ο Κολόμβος βρήκε ένθερμη υποστήριξη από τους καλόγερους, μερικοί από τους οποίους έγιναν οι πιο πιστοί οπαδοί του σχεδίου του. Μέσω αυτών γνωρίστηκε με ισχυρούς ευγενείς, οι οποίοι τον συνέστησαν στην αυλή του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας.
Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Κολόμβος μετακόμισε στη Σεβίλη το 1485 και στο διάστημα μεταξύ Μαΐου 1486 και Σεπτεμβρίου 1487, συντηρούνταν με έξοδα της βασίλισσας. Αν και ενδιαφερόταν για τις ιδέες του, το βασιλικό ζεύγος ήταν πολύ απασχολημένο με τη διεξαγωγή πολέμων και την εδραίωση της εξουσίας για να λάβει σοβαρά υπόψη το σχέδιό του. Τελικά, το 1487, ο Κολόμβος παρουσίασε την ιδέα του σε μία επιτροπή από ειδικούς που κλήθηκε να ακούσει την υπόθεση. Οι αποκαλούμενοι «Σοφοί της Σαλαμάνκα» ήγειραν πληθώρα αντιρρήσεων και στο τέλος απέρριψαν το σχέδιο. Μεταξύ των λόγων της απόρριψης ήταν ότι ο ωκεανός ήταν πολύ μεγάλος για να τον διασχίσει κανείς.
Σε αυτά τα «χρόνια της μεγάλης αγωνίας», όπως αποκαλούσε ο Κολόμβος τα χρόνια που ξόδεψε κάνοντας αιτήσεις στους μονάρχες, το 1492 πρέπει να φαινόταν ανέλπιδο. Βρισκόταν χωρίς κεφάλαιο, όλες του οι αιτήσεις είχαν απορριφθεί από την αυλή και τώρα είχε δύο γιους να συντηρεί, τον Ντιέγκο και τον Φερνάνδο, που γεννήθηκε από τον δεσμό του με την Μπεατρίς Ενρίκες ντε Αράνα.
Τις τελευταίες εβδομάδες του 1491, ο Κολόμβος έκανε μια τελική αίτηση. Και πάλι το σχέδιό του απορρίφθηκε. Αν και είχε κατορθώσει να καταρρίψει τις αμφιβολίες πολλών επιστημονικών συμβούλων και ακαδημαϊκών, αυτή τη φορά η απόρριψη οφειλόταν κυρίως στις υπερβολικές απαιτήσεις του για τίτλους, αποδοχές και ανταμοιβές. Η απαίτηση του για πληρωμή (ένα δέκατο όλων των πλούτων των Ινδιών, τον βαθμό του Ναυάρχου του Ωκεανού και τον τίτλο του Αντιβασιλέα και Κυβερνήτη των Ινδιών) προκάλεσε την ευθεία άρνηση των μοναρχών. Τελικά, ο θησαυροφύλακας του Φερδινάνδου έπεισε τον βασιλιά να αναιρέσει την απόφασή του. Μετά από αρκετές εβδομάδες διαπραγματεύσεων, ο Κολόμβος έφυγε για το Πάλος ντε λα Φροντέρα τον Απρίλιο του 1492.
Την αποστολή του Κολόμβου αποτελούσαν δύο καραβέλες (μικρά ελαφρά πλοία), το Pinta και το Santa Clara, πιο γνωστό ως Nipa, και μία ναυρχίδα, ονόματι Santa Marνa. Τα πλοία μετέφεραν προμήθειες ενός χρόνου, σε μία εποχή όπου δύο εβδομάδες στη θάλασσα θεωρούνταν μεγάλο ταξίδι. Στις 3 Αυγούστου 1492, ο στολίσκος ξεκίνησε το ταξίδι του προς τη Δύση. Μετά από μια στάση στις Κανάριους Νήσους, στις 6 Σεπτεμβρίου, άφησε πίσω του τον γνωστό κόσμο. Στις 12 Οκτωβρίου, 2 ώρες μετά τα μεσάνυχτα, ο Ροντρίγκο ντε Τριάνα, από το παρατηρητήριο του Pinta φώναξε «στεριά». Την αμοιβή που δικαιούνταν αυτός που πρωτοέβλεπε ξηρά, κατακράτησε ο Κολόμβος ισχυριζόμενος ότι πρώτος είδε φώτα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Μια νέα εποχή άρχισε για την ανθρωπότητα, στις 12 Οκτωβρίου 1492. Ο Κολόμβος ύψωσε το βασιλικό λάβαρο και σύντομα οι περίεργοι ιθαγενείς βγήκαν από τις κρυψώνες τους και χαιρέτησαν τους επισκέπτες. Το μέρος της άφιξης του Κολόμβου παραμένει αντικείμενο διαμάχης. Ο Κολόμβος διεκδίκησε το νησί εν ονόματι του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας και το ονόμασε Σαν Σαλβαδόρ αλλά κανείς δεν γνωρίζει σίγουρα ποιο νησί ήταν. Περισσότερα από δέκα νησιά στις Μπαχάμες ταιριάζουν στην περιγραφή που έδωσε ο Κολόμβος στο ημερολόγιό του: μεγάλο, επίπεδο, με πράσινα δέντρα και πολύ νερό.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου