Την αγορά των πλέον σύγχρονων αντιπυραυλικών συστημάτων σχεδιάζει η Άγκυρα για να ενισχύσει την αεράμυνά της. Ωστόσο, οι συγκυρίες είναι εξαιρετικά δυσχερείς γι' αυτήν την αγορά, ύψους 7,8 δισ. δολαρίων, καθώς όχι μόνο δρομολογείται μεσούσης της οικονομικής ύφεσης, που έπληξε και την τουρκική οικονομία, αλλά αναιρεί και την αξιοπιστία μιας σειράς «προοδευτικών» πολιτικών αλλαγών που εξήγγειλε η κυβέρνηση.
Στον απόηχο των βιβλικών καταστροφών που προκάλεσαν στο πέρασμά τους οι φονικές πλημμύρες στην Κωνσταντινούπολη και στη Θράκη, όπου η πολιτική ηγεσία αντιμετωπίζει βαριές κατηγορίες για τις διοικητικές και κυρίως για τις οικονομικές ατασθαλίες, ήρθε στο φως της δημοσιότητας ένα άλλο πολυδάπανο σχέδιο, που θα βαρύνει έτι περαιτέρω τις πλάτες των φορολογουμένων: η αγορά αντιπυραυλικών συστημάτων Patriot (PAC-3).
Η είδηση της αγοράς αντιπυραυλικών συστημάτων προκάλεσε ποικίλα σχόλια και αντιδράσεις στον τουρκικό Τύπο, όταν την περασμένη εβδομάδα η Υπηρεσία Συνεργασίας Ασφάλειας και Άμυνας (DSCA) του υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ ζήτησε από την αμερικανική Γερουσία την έγκριση για την πώληση στην Τουρκία 13 συστοιχιών εκτοξευτήρων πυραύλων Patriot και 72 πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς PAC-3, έναντι του τεράστιου ποσού των 7,8 δισ. δολαρίων. Ας σημειωθεί ότι τα πυραυλικά αυτά συστήματα παράγονται στις ΗΠΑ από τις γνωστές αμερικανικές εταιρείες οπλικών συστημάτων Lockheed Martin και Raytheon, ενώ η κινητοποίηση της Ουάσινγκτον έπεται των ρωσοτουρκικών συνομιλιών για την εξαγορά ρωσικών πυραύλων νέας γενιάς S-400. Η Μόσχα και η Άγκυρα είχαν σημειώσει πρόσφατα σχετική πρόοδο, εκτός των άλλων, και στα θέματα της συμπαραγωγής και της μεταφοράς της συγκεκριμένης τεχνογνωσίας προς την Τουρκία.
Η επιχειρηματολογία στην οποία βασίστηκε η αιτιολογική έκθεση της αμερικανικής υπηρεσίας, προσπαθώντας να δικαιολογήσει μια τέτοια πώληση εκ μέρους των ΗΠΑ, υπερθεμάτισε την αμερικανοτουρκική συμμαχία αποκαλώντας την Άγκυρα «στοιχείο ειρήνης και σταθερότητας στη Μέση Ανατολή»! Σημειώνεται επίσης ότι «είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ μια ΝΑΤΟϊκή σύμμαχος χώρα να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα, αποτελώντας ένα αποδεκτό στρατιωτικό αντιστάθμισμα στην περιοχή». Το σχόλιο αυτό έγινε αιτία για ποικίλες αντιδράσεις στην Τουρκία, καθώς προορίζει για τη χώρα έναν ρόλο αναχώματος εναντίον του Ιράν, το οποίο ως γνωστόν, επιδιώκει διακαώς να αποκτήσει πυρηνική τεχνογνωσία. Στο θέμα που ανέκυψε αναγκάστηκε να τοποθετηθεί λακωνικά ακόμη και το τουρκικό υπουργείο Αμύνης με γραπτή ανακοίνωσή του, στην οποία σημειώνεται ότι η αμερικανική «πρόταση» έγινε στο πλαίσιο διεθνούς διαγωνισμού για την προμήθεια των Τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων με αντιπυραυλικά συστήματα, που χρονολογείται από το 2007. Το ανακοινωθέν σημείωνε επίσης ότι η έκδοση άδειας από το Κογκρέσο είναι βασική προϋπόθεση για τη συμμετοχή των προμηθευτών στη διαδικασία και ότι δεν είναι δεσμευτική για την αγορά εκ μέρους της Άγκυρας, καθώς η Εκτελεστική Επιτροπή της Αμυντικής Βιομηχανίας του υπουργείου είναι η μόνη αρμόδια για να αποφασίσει. Στην εν λόγω διαδικασία συμμετέχουν εκτός των δύο αμερικανικών εταιρειών που προαναφέραμε και η ρωσική Rosoboronexport και η κινεζική Cpmiec.
Η αγορά νέων εξελιγμένων οπλικών συστημάτων από την Άγκυρα έχει δύο πολύ σοβαρές διαστάσεις: Η μία είναι οικονομικής φύσεως, η άλλη πολιτικής. Το ποσόν των 7,8 δισ. δολαρίων, που διευκρινίστηκε ότι είναι η πιθανή ανώτατη τιμή, δεν παύει να είναι ένα υπέρογκο ποσόν για την τουρκική οικονομία, που δεν ήταν άμοιρη των συνεπειών της διεθνούς οικονομικής κρίσης. Σύμφωνα με στοιχεία που ανακοίνωσε ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Αλί Μπαμπατζάν κατά την παρουσίαση του μεσοπρόθεσμου σχεδίου οικονομικής ανάπτυξης, η τουρκική οικονομία αναμένεται να σημειώσει ύφεση της τάξεως του -6% του ΑΕΠ για το τρέχον έτος, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα της γείτονος εκτιμάται πλέον ότι θα φτάσει τα 62,8 δισ. τουρκικές λίρες (περίπου 30 δισ. ευρώ). Είναι, λοιπόν, οφθαλμοφανές ότι η τιμή των εξοπλισμών είναι απαγορευτική για την Τουρκία, καθώς αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι το ποσόν, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τουρκικού Τύπου, αντιστοιχεί στο 60% του αμυντικού προϋπολογισμού της χώρας για το έτος 2010. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι το υπέρογκο αυτό ποσόν αντιστοιχεί στο ήμισυ του ποσού που η Άγκυρα ελπίζει πως το ΔΝΤ θα της παραχωρήσει σε μορφή δανείου (15 δισ. δολάρια), εφόσον επέλθει τελικά συμφωνία μεταξύ των δύο μερών το προσεχές διάστημα. Το γεγονός αυτό, που φέρει ίσως στη θύμηση ορισμένων την περίπτωση του τεράστιου εξοπλιστικού προγράμματος που ενέκρινε η γείτων λίγο μετά την εξαγορά της Finansbank από την ΕΤΕ, εάν πραγματοποιηθεί, εγείρει θέμα διεθνούς ελέγχου της οικονομικής στήριξης που δέχεται η γειτονική χώρα, καθώς τα χαμηλότοκα δάνεια που της παραχωρούνται από διεθνείς οργανισμούς, αντί να διοχετεύονται στην αγορά για την ενίσχυση της οικονομίας, κινδυνεύουν να κατευθυνθούν προς τη χρηματοδότηση εξοπλιστικών προγραμμάτων!
Η αγορά, βέβαια, των αντιπυραυλικών συστημάτων δεν δικαιολογείται ούτε από τις φήμες περί αμερικανικών σχεδίων δημιουργίας αντιπυραυλικής ομπρέλας στη Μέση Ανατολή, αλλά ούτε και από τη γενικότερη τάση εξοπλισμού από την οποία διακατέχονται τα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής, καθώς η ίδια η Τουρκία φροντίζει να εξοπλίζεται συνεχώς με πρόσχημα τον απελευθερωτικό αγώνα που διεξάγει το ΡΚΚ στη Νοτιοανατολική Τουρκία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι τα μη επανδρωμένα κατασκοπευτικά αεροσκάφη που προμηθεύτηκε από το Ισραήλ, ένα εκ των οποίων κατέληξε πριν από λίγο καιρό να υπερίπταται πάνω από τη Χίο! Τέλος, οι επικριτές του σχεδίου αγοράς στην Τουρκία δεν λησμόνησαν να υπογραμμίσουν, αφενός, την οξύμωρη εικόνα που σχηματίζει η είδηση για τα εξοπλιστικά προγράμματα εν μέσω εξαγγελιών της ισλαμικής κυβέρνησης για «δημοκρατικά ανοίγματα» τόσο προς τις εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες όσο και προς τις γείτονες χώρες (Αρμενία, Ιράν, Συρία), και, αφετέρου, την ανάγκη επίλυσης χρόνιων ζητημάτων, όπως το Κυπριακό.
Το εξοπλιστικό σχέδιο έρχεται να επιβεβαιώσει, από τη μια, τις πραγματικές προθέσεις της Άγκυρας για την περιοχή, που βρίσκονται κρυμμένες πίσω από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τις γειτονικές χώρες, δόγμα που επιμελώς προωθεί ο υπουργός-ακαδημαϊκός Α. Νταβούτογλου, και, από την άλλη, την ανίσχυρη θέση της ισλαμικής κυβέρνησης ΑΚΡ ενώπιον των στρατιωτικών, που αδυνατεί να ορίσει επαρκώς ακόμη και την τύχη της τουρκικής οικονομίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, με τον διακοινοτικό διάλογο στην Κύπρο να έχει πλήρως υπονομευθεί και με την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο να έχει εκτοξευτεί στα ύψη, η Αθήνα δεν έχει άλλη πλέον επιλογή από το να υιοθετήσει ως αντιστάθμισμα μια εξίσου επικριτική στάση έναντι της Άγκυρας εν όψει της αξιολόγησής της στις Βρυξέλλες.
Κ. Βοσπορίτης, ο νεώτερος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου