Το πρωτότυπο αγγλικό κείμενο είναι εδώ.
Έρημες ακτές, ατέλειωτος ορίζοντας και ο κλασικός συνδυασμός χρωμάτων των ελληνικών νησιών: η tourist-friendly Αντίπαρος έχει τα πάντα – εκτός από τους τουρίστες. Ο Ρίτσαρντ Γουώτερς βλέπει κάτω από την επιφάνεια…
Καθώς το δικινητήριο αεροπλάνο άρχιζε την απότομη κάθοδο προς τον αεροδιάδρομο της Πάρου, το γαλάζιο της θάλασσας και τ’ ουρανού κυλούσε περιπαιχτικά… κι από τη γωνία του ματιού πρόλαβα να δω έναν κοντινό σχηματισμό: Αντίπαρος. Ένα γρήγορο πέρασμα από το αεροδρόμιο, ένα ελληνικό αστραπιαίο ταξί ως την πόλη και εμείς- εγώ μαζί με τη σύντροφο μου και τα παιδιά- σύντομα ιδρώναμε στο λιμάνι της Πούντας.
Ανυπομονούσαμε να βρεθούμε στην Αντίπαρο και από το μώλο της Πούντας το χαμηλό λιμανάκι έμοιαζε αρκετά κοντά να το κολυμπήσεις (τι απόλαυση θα ήταν, αλήθεια, να δροσίζεσαι στα νερά ύστερα από ένα μακρύ, κολλώδες ταξίδι από την Αγγλία). Οι αποσκευές όμως μας καθήλωναν, κι έτσι περιμέναμε για το φέρυ, που δουλεύει σαν το μετρονόμο όλη μέρα. Καθώς πλησιάζαμε μέσω της θάλασσας, το νησί έμοιαζε συνηθισμένο- αλλά μόλις πατήσαμε στην ξασπρισμένη προκυμαία, φωτογραφικά πλάνα, σαν από Kodak, άρχισαν να ξεπηδάνε από παντού: ηλιοκαμένοι ψαράδες να παλεύουν με τα μπερδεμένα δίχτυα τους, εκτυφλωτικά λευκές μπουγάδες, η μυρωδιά του φρέσκου καφέ από ένα «καφενείο», και μουσική από «μπουζούκι» να ξεχύνεται από τα ραδιοκύματα. Θα πίστευε κανείς πως όλα στήθηκαν από το τουριστικό συμβούλιο προς τέρψη των φωτογραφικών φακών των τουριστών.
Αυτό το μικροσκοπικό φυλάκιο είναι, για μένα, το τέλειο ελληνικό νησί: αρκετά μικρό για να γλιτώσει από την αχαλίνωτη ανάπτυξη των μεγαλύτερων και πιο γνωστών αδερφιών του (και γλίτωσε παρά τρίχα), αλλά επίσης εύκολα προσβάσιμο, τόσο που να νιώθεις απόμερα χωρίς να νιώθεις παγιδευμένος. Έπεσα πρώτη φορά τυχαία απάνω του καθώς έγραφα ένα βιβλίο, το “Cool Camping Europe”, πέρυσι το καλοκαίρι, οπότε και ένιωσα κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά μου ταξίδια: απόλυτη γαλήνη, αυτή η «σπλαχνική» ικανοποίηση που παίρνεις όταν δοκιμάζεις το μπέικον-σάντουιτς της μαμάς ένα σαββατιάτικο πρωινό. Οι ρυτίδες εγκατέλειψαν το πρόσωπό μου και οι ώμοι χαλαρώσανε. Επιστρέφοντας ένα χρόνο μετά, η ίδια αίσθηση με διαπέρασε καθώς περπατούσαμε για το δωμάτιο ενώ μας περικύκλωναν κάποιες χήνες.
Μόλις πριν από 30 χρόνια το κυκλαδονήσι αυτό ήταν κάτι σαν πόλη-φάντασμα, με το υποτυπώδες λιμάνι του να κοιτάει ζηλόφθονα απέναντι το ξακουστό αδέλφι του, την Πάρο, και να αναρωτιέται πότε θα φάει κι αυτό κομμάτι από την τουριστική πίτα. Οι ντόπιοι, προκειμένου να ταΐσουν τις φαμίλιες τους, δούλευαν το μισό χρόνιο σε μεγάλα εμπορικά καράβια ενώ οι γυναίκες τους πάλευαν να τα φέρουν βόλτα με τις μοναχικές τους ζωές.
Κάπου τότε, στη δεκαετία του ‘80, έφτασαν στο νησί και οι νεοχίππις από τη διπλανή Ίο, ελκόμενοι απ΄το διονυσιακό πνεύμα και τα οινοπνευματί νερά και φέρνοντας στο νησί sex, drugs και αυτοσχέδια μουσικά δρώμενα. Στη αρχή της χιλιετίας τους ακολούθησαν διεθνείς τραπεζίτες και Αθηναίοι χειρουργοί που έχτισαν εξελιγμένες εντυπωσιακές βίλλες με αχανείς πισίνες βγαλμένες απευθείας από πίνακες του Hockney.
Κάποιοι επισκέπτες αποκαλύπτουν ήρεμα πως έρχονται στο νησί εδώ και τρεις δεκαετίες. Και τώρα, xολιγουντιανά ονόματα, επίσης -κάποια μάλιστα έχουν κερδίσει και το αγαλματάκι – φτιάχνουν σπίτια εδώ, για να μην αναφερθεί και το όνομα μιας σουπερστάρ που ψιθυρίζεται πως αγόρασε έκταση. Οι Παριανοί ίσως χλευάζουν, μπορεί να σας παροτρύνουν να αγοράσετε κανένα σάντουιτς πριν περάσετε στην Αντίπαρο, καθώς εκεί «δεν υπάρχει μέρος για να φας». Η Αντίπαρος όμως έχει χτυπήσει φλέβα χρυσού κι η Πάρος το ξέρει.
Κατά τη διάρκεια αυτής της επίσκεψης είδαμε ανθρώπους να βάφουν με προσοχή τα κενά («γεράκια») ανάμεσα στις πέτρες του πεζοδρόμου και να μουρμουράνε ο ένας στον άλλο με πελώριες βούρτσες στα χέρια τους καθώς πασάλειβαν το στιλπνό λευκό. Σκεφτήκαμε πως έμοιαζε με έναν από τους άθλους του Ηρακλή καθώς τους βλέπαμε να κοπιάζουν στην Αγορά, το μακρύ πεζόδρομο που ελίσσεται μέσα στο χωριό. Εδώ μπορείς να στριμωχτείς σε σπιτικά παγωτατζίδικα (το καλύτερο, όπως ανακαλύψαμε, είναι της Vicky’s), μπαράκια, μαγαζιά ρουχισμού, κοσμηματοπώλες με χειροποίητα κοσμήματα, και παραδοσιακά ρούχα με δαντέλες. Υπάρχουν και μερικοί ψιλικατζήδες με κουβαδάκια και είδη θαλάσσης – αυτό είναι καλό, καθώς μόλις προσανατολιστείτε θα βρείτε πάνω από 20 έρημους κολπίσκους για εξερεύνηση, χωρίς να υπολογίσουμε τα έρημα νησιά του Δεσποτικού και του Αγ. Σπυρίδωνα.
Την πρώτη μέρα δεν κάναμε πολλά, περιπλανηθήκαμε στα πολύπλοκα σοκάκια της παλιάς πόλης και συναντήσαμε ένα παλιόφιλο, τον Θεολόγο, που γνωρίζει το νησί καλύτερα κι απ’ τους αετούς που μεγάλωνε όταν ήταν μικρός. Σε λίγες μόλις εβδομάδες ο πληθυσμός του νησιού θα αυξηθεί, με τους δρόμους του να προσελκύουν καλαίσθητους αστούς και Αθηναίους συγγενείς που ξεφαντώνουν. Αλλά προς το παρόν ήταν όλα ήσυχα στο «μέτωπο».
Το επόμενο πρωί είμαστε έτοιμοι για εξερεύνηση. Πρώτη στάση, γεύμα στην ψαροταβέρνα του Καπετάν Πιπίνου, περίπου 10χλμ νότια, στον Άγιο Γεώργιο. Κάτω από τον καυτό ουρανό υπήρχε μία σύνθεση καθαρά ελληνική: η γαλάζια ακτή, το τραπέζι μας γεμάτο μεζέδες από φρέσκο καλαμάρι, χωριάτικη σαλάτα, αθερίνα, κολοκυθάκια και ζουμερά κοκκινομώβ πλοκάμια από χταπόδι. Οι Γιαπωνέζοι έχουν βρει για αυτό ότι φέρνει καλή διάθεση, μια υδάτινη αποθήκη σεροτονίνης. Ίσως αυτό είναι το μυστικό της φιλόξενης διάθεσης των ντόπιων – καθώς και το γεγονός ότι πολλοί εδώ δεν θα έχουν ποτέ ξανά το λόγο να ανησυχήσουν για χρήματα, έχοντας μοσχοπουλήσει τη γη τους σε διεθνείς κτηματομεσίτες. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να μοιραζόμαστε το χώρο με διεθνείς τραπεζίτες ή ψαράδες που απλά πέρασαν για ένα γρήγορο καφέ ή μια κουβέντα με τους συγγενείς. Κατά κάποιο περίεργο τρόπο στην Αντίπαρο αυτά τα δύο άκρα φαίνονται να τα πηγαίνουν καλά.
Πήραμε μια βάρκα από την παραλία για το σιωπηλό νησί του Δεσποτικού. Σε απόσταση μικρότερη από ένα μίλι από την ταβέρνα του καπετάν Πιπίνου το μέρος είναι ακατοίκητο, εκτός από τα φαντάσματα της Νεολιθικής (4000πΧ) κοινότητας και κανένα περιστασιακό αρχαιολόγο. Κρυμμένοι θησαυροί βγαίνουν συνεχώς στο φως - αναθήματα αφημένα εδώ από τους προσκυνητές ανά τους αιώνες κατά το πέρασμα τους για το ιερό μαντείο της Δήλου. Πίσω στην Αντίπαρο, αντικρίσαμε το φερόμενο ως αρχαιότερο σπήλαιο σταλακτιτών στην Ελλάδα , σύντομο καταφύγιο κατά ον 4ο αιώνα Μακεδόνων στρατηγών ύστερα από μία αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Μέγα Αλέξανδρου. Με αυτό μάλλον ολοκληρώθηκαν τα απαραίτητα αξιοθέατα της ημέρας, κι έτσι, τηρώντας την παράδοση, υποχρεωθήκαμε να περάσουμε το απόγευμα ρουφώντας παγωμένους καπουτσίνο στη Χώρα, πριν μια βραδινή βουτιά και μια τελευταία έκρηξη του Αιγαιοπελαγίτικου ήλιου.
Οι απόμακρες γωνιές της Αντιπάρου είναι πιο εύκολα προσβάσιμες με πλοίο και αυτό ακριβώς κάναμε την Τρίτη μέρα του ταξιδιού μας, με πραγματικά αλεξανδρινό πνεύμα, χάρη στη βοήθεια που προσέφερε η DIY-ναυτική επιχείρηση “Sail Away”. Οπλισμένοι με χάρτες του νησιού, σωσίβια και λίστα πού να μην πλεύσουμε, βρεθήκαμε σε ένα ανθεκτικό 5μετρο σκάφος. Αν υπάρξει πρόβλημα με το Ποσειδώνα, τις σειρήνες ή ρουφήχτρες, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να καλέσεις το Χρήστο, τον ιδιοκτήτη, ο οποίος θα εμφανιστεί με το Zodiac του ανά πάσα στιγμή. Ο Οδυσσέας θα τα είχε καταφέρει με έναν τύπο σαν κι αυτόν.
Βγάλαμε το σκάφος στην ακτή, μετά το γιγαντιαίο κέδρο που σηματοδοτεί το Camping της Αντιπάρου, στη βόρεια πλευρά του νησιού, και με γοργό βήμα κατευθυνθήκαμε στις παραλίες. Κοντά στο λιβάδι με τις μαργαρίτες, πράσινο μετά τη βροχή, θα μπορούσε να ήταν η Κορνουάλη, αν εξαιρέσουμε την ζέστη. Στο βάθος, καθώς η λέμβος έσκιζε τα σκοτεινά νερά, μπορούσαμε να διακρίνουμε αμυδρά το νησί της Σερίφου, όπου κάποτε κατοικούσε η Μέδουσα, που είχε φίδια αντί για μαλλιά. Το μεγάλο πλεονέκτημα τού να ιστιοπλοείς μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ότι είσαι ελεύθερος να βρεις τις καλύτερες παραλίες και να τις έχεις αποκλειστικά για τον εαυτό σου. Αν το να το κάνεις μόνος σου δεν σου ταιριάζει, υπάρχουν τρείς εναλλακτικές λύσεις στην πόλη, από έμπειρους καπετάνιους, οι οποίοι θα σε μεταφέρουν με παραδοσιακά ξύλινα σκάφη, ετοιμάζοντας ένα παραδοσιακό γεύμα barbeque καθώς εσύ κολυμπάς με την μάσκα σου ανάμεσα σε σκορπίνες και σμέρνες.
Δέσαμε απέναντι από τον Άγιο Σπυρίδωνα, ένα νησί που η Αιγαιοπελαγίτικη αντανάκλαση του απλωνόταν τόσο ζωντανή σαν το μωβ χρώμα του χταποδιού. Ένα μικρό ξωκλήσι στέκονταν στην κορυφή και χωθήκαμε μέσα. Ένα πεσμένο ασημένιο μικρό κηροπήγιο επάνω στην Αγία Τράπεζα σκεπασμένο από σκόνη, ένα ξεθωριασμένο πολύχρωμο γυάλινο παράθυρο... Τίποτα εκεί μέσα δεν φαινόταν να έχει αλλάξει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο λαός της Αντιπάρου ρίσκαρε τις ζωές του για τις συμμαχικές δυνάμεις. Επιστρέψαμε στην ακτή μέσω των μικρών υφάλων του Διπλού και του Κάβουρα, φαντασιώνοντας τους εαυτούς μας ως Αργοναύτες με αλατισμένα πρόσωπα και ανεμοδαρμένα μαλλιά.
Εκείνη η νύχτα είχε ακόμα περισσότερο καλαμάρι σε μια ταβέρνα πίσω από το δρόμο, όπου μάθαμε για μια ακόμη σημαντική μάχη που συνέβη αρκετά χρόνια πριν τον πόλεμο. Πίσω στον 15 αιώνα το νησί είχε βασανιστεί από το διαβόητο πειρατή Barbarossa. Με το ίδιο πάθος που η τοπική κοινωνία επιδεικνύει ακόμη και σήμερα, χτίσανε το απόρθητο τείχος που ήταν αρκετά ψηλό και παχύ για να προστατέψει τα σπίτια που βρίσκονταν μέσα σε αυτό. Ο περίπατος μέσα από τη σκεπαστή καμάρα, που αποτελούσε κάποτε τη μοναδική είσοδο του χωριού, είναι μαγικός: ένα παρεκκλήσι φωτίζεται από κεριά καθώς όλοι περιφέρονται άσκοπα και ανταλλάσουν «καλησπέρα».
Την τελευταία μας μέρα, και πάλι με τον φίλο μας Θεολόγο, πήγαμε για πεζοπορία στην στρωμένη με φύκια παραλία στα Λιβάδια, στη δυτική πλευρά του νησιού, όπου αναζητήσαμε καύκαλα σουπιάς σε όρθια ξανθά βράχια και στριφτούς κέδρους. Ο Θεολόγος βρήκε ένα δείγμα(καύκαλο), κάρφωσε ένα ξύλο στο κέντρο του και το λευκό προσωπείο έλαμψε από ευχαρίστηση καθώς έπλεε ξεκινώντας τη δική του Οδύσσεια.
Την τελευταία μέρα, όλα ήταν μελαγχολικά καθώς περιφερόμασταν λίγο πριν επιβιβαστούμε στο φέρυ. Αλλά η Αντίπαρος είχε να δώσει λίγο ακόμη από τη δική της παράσταση: μια ριπή από το καλοκαιρινό «μελτέμι» ανακάτωσε τα μαλλιά των αντρών που στέκονταν στις πόρτες των σπιτιών τους. Οι σχισμές (γεράκια) είχαν ήδη βαφτεί στην Αγορά και οι ψαράδες κρατώντας τα -Lucky Strike- τσιγάρα τους χαλάρωναν στην προκυμαία. Αυτό επισύναψε τι ακριβώς φέρνει τον κόσμο ξανά στο νησί: μια ήρεμη ευφορία που ακόμα δεν έχει αξιοποιηθεί. Ευτυχώς, δεν θα αλλάξει τα επόμενα χρόνια και έτσι θα μπορέσω να την γνωρίσω καλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου