νηστεύω τη σαρακοστή το κρέας δεν αγγίζω
το νόημα ξέρω, μα πολύ, τον άνθρωπο τσακίζω
τις άλλες μέρες με φωνή, οχλοβοή και αδηφαγία
σκοτώνω ότι κέρδισα απ’ της νηστείας την ουσία
έχω παιδιά, τα αγαπώ; καμία δεν έχει σημασία
έχω καρδιά; μα τι να πω, δεν βλέπω να’ χει αξία
νηστεύω τις σαρακοστές και νοιώθω τόση ανία
κατάντησε η νηστεία μου, μεγάλη να’ ναι αμαρτία
τη σπούδασα την άτιμη, στη φειδωλή τη γεύση
όμως βλέπω, πως μέσα μου, έχω τρικυμιώδη πλεύση
καταποντίζονται οι χαρές μου, από τα τόσα κρίματα
μέσα στη φτήνια της ψυχής, που μένει χωρίς χρήματα
έχω ανάγκη λυτρωμού, να διώξω όλα τα πάθη
να σταματήσω να πονώ μέσα στα τόσα λάθη
να μεταφέρω τη νηστεία στο καθημερινό τσουκάλι
να στήσω τρικούβερτο χορό, να πω όλα χαλάλι