"Όλες οι υπηρεσίες πληροφοριών περιβάλλονται από μυστικότητα. Κι η ΜΙ5 δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα, καθώς προσελκύει τους προβολείς της δημοσιότητας μονάχα όταν ξεσπάνε σκάνδαλα. Κι όμως, πρόσφατα η υπηρεσία άνοιξε τις πόρτες της σε ερευνητές οι οποίοι περιγράφουν με κάθε λεπτομέρεια τη λειτουργία και την ιστορία της. Πρόκειται για μια επιχείρηση διαφάνειας που πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να φανταστούμε στις αντίστοιχες υπηρεσίες των περισσότερων χωρών...
Του ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Σορβόνης Jean Claude Sergeant από τη Le Monde, μετάφραση Ελευθεροτυπία, 9/5/2010
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1980, η βρετανική υπηρεσία πληροφοριών -η Security Service, γνωστότερη ως Military Intelligence section five (ΜΙ5)- η οποία ήταν επιφορτισμένη με την εσωτερική ασφάλεια της χώρας, θα μπορούσε να παρομοιαστεί με υπηρεσία φάντασμα, καθώς ελάχιστοι γνώριζαν τον τρόπο λειτουργίας της. Υποστήριζαν, δε, ότι αυτό αποτελούσε τη σημαντικότερη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της δράσης της.
Καθώς αυξάνονταν οι απαιτήσεις για διαφάνεια, η οργάνωση αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη ζώνη της μυστικότητας όπου λειτουργούσε, σε σημείο που ο γενικός διευθυντής της, ο Τζόναθαν Εβανς, θεώρησε καλό να δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Daily Telegraph», στις 12 Φεβρουαρίου του 2010, ένα εντυπωσιακό άρθρο με το οποίο προσπαθούσε να δημιουργήσει την καλύτερη δυνατή εικόνα για την υπηρεσία: «Ποτέ δεν έχουμε κακομεταχειριστεί κάποιον, ποτέ δεν έχουμε καταφύγει σε βασανιστήρια, όπως, εξάλλου, δεν συμμετέχουμε σε παρόμοιες ενέργειες με έμμεσο τρόπο και δεν ενθαρρύνουμε κανέναν να προβεί σε παρόμοιες ενέργειες για λογαριασμό μας».
Δύο ημέρες νωρίτερα, τρεις δικαστές είχαν εκδικάσει την έφεση ενός Αιθίοπα, του Μπίνγιαμ Μοχάμεντ, κατοίκου του Ηνωμένου Βασιλείου, ο οποίος είχε συλληφθεί στο Πακιστάν το 2002, είχε κρατηθεί και βασανιστεί σε διάφορες φυλακές στο Αφγανιστάν και στο Μαρόκο, και στη συνέχεια είχε εγκλειστεί στο Γκουαντάναμο. Οταν η ΜΙ5 ενημερώθηκε για τη σύλληψή του από τη Central Intelligence Agency (CIA), έστειλε έναν πράκτορά της για να αναλάβει την ανάκρισή του και, φυσικά, δεν μπορούσε να αγνοεί τις μεθόδους που εφάρμοζαν οι συνάδελφοί της.
Βέβαια, η υπηρεσία πληροφοριών, της οποίας το πεδίο δράσης είναι η επικράτεια της Βρετανίας, θα προτιμούσε να είχε αποφύγει τη δημοσιότητα που προκάλεσε η υπόθεση που ξέσπασε μόλις έναν χρόνο μετά τον εορτασμό της επετείου των εκατό χρόνων από την ίδρυσή της, ο οποίος συνοδεύθηκε από την έκδοση δύο πολυσέλιδων βιβλίων(1).
Το πρώτο γράφτηκε από τον διακεκριμένο πανεπιστημιακό Κρίστοφερ Αντριου κι εμφανίζεται ως η επίσημη ιστορία της υπηρεσίας. Γι' αυτόν, ακριβώς, τον λόγο, ο συγγραφέας του είχε ευρύτατη πρόσβαση στα αρχεία της υπηρεσίας. Επιπλέον, προλογίστηκε από τον σημερινό γενικό διευθυντή της. Το δεύτερο βιβλίο, το «Spooks»(2), είναι καρπός της συνεργασίας δύο νεαρών ιστορικών και επιχειρεί μια «μη εγκεκριμένη» βιογραφία αυτής της υπηρεσίας. Οπως είναι φυσικό, οι συγγραφείς της διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία γραφής, η οποία, όμως, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την περιορισμένη πρόσβαση στις πηγές που χρονολογούνται πριν από το 1960.
Η κρυφή της ιστορία
Ο καθηγητής Αντριου εξιστορεί με ακρίβεια την ανάπτυξη μιας υπηρεσίας, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα λειτουργούσε χωρίς κανέναν έλεγχο, καθώς και την εξέλιξη των αποστολών της. Ενώ από το 1909 έως το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η κυριότερη αποστολή της ήταν η αντικατασκοπία, στη συνέχεια η δράση της ΜΙ5 προσανατολίστηκε στον έλεγχο των δυνητικά ανατρεπτικών δραστηριοτήτων -δηλαδή όσων συνδέονταν με την κομμουνιστική επιρροή- για να επανέλθει και πάλι στην αντικατασκοπία κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου.
Μετά το 1945, η προτεραιότητα δόθηκε στην καταπολέμηση της διείσδυσης πρακτόρων των ανατολικών χωρών στο πολιτικό προσωπικό της χώρας και, στη συνέχεια, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η αντιτρομοκρατική δράση, η οποία αρχικά επικεντρώθηκε στις ενέργειες του Προσωρινού Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (PIRA) στο αγγλικό έδαφος (εξαιρουμένης της Βόρειας Ιρλανδίας)(3), στράφηκε, στη συνέχεια, στην κατεύθυνση των ισλαμιστικών κινημάτων, με τα οποία και ασχολείται σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων της υπηρεσίας.
Η ΜΙ5, η οποία επισήμως ανήκει στη δικαιοδοσία του υπουργείου Εσωτερικών, χρησιμοποιήθηκε από διάφορους πρωθυπουργούς -την αρχή έκανε ο Κλίμεντ Ατλι (που διαδέχτηκε τον Ουίνστον Τσόρτσιλ, το 1945)- κυρίως κατά τη διάρκεια των εξάρσεων του συνδικαλιστικού ακτιβισμού, από την απεργία των ναυτικών, το 1966, μέχρι την απεργία των ανθρακωρύχων, το 1984. Παρά τις διαμαρτυρίες των γενικών διευθυντών της, η υπηρεσία μετατράπηκε σε υποχείριο της κυβέρνησης. Μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έφθασε στο σημείο να παρακολουθεί πολλά μέλη της οργάνωσης Campaign for Nuclear Disarmament (VND), η οποία κάθε άλλο παρά ανατρεπτικό χαρακτήρα είχε.
Το 1952, ο υπουργός Εσωτερικών, Ντέιβιντ Μάξγουελ Φάιφ, ανέθεσε στην ΜΙ5 την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων κάθε προσώπου ή οργάνωσης που θα μπορούσε να ανατρέψει το κράτος, είτε είχε επαφές και λάμβανε ενίσχυση από το εξωτερικό είτε όχι. Αντίθετα, από την πλευρά της, η υπηρεσία εκτιμούσε ότι ο εργατικός ακτιβισμός που είχε παραλύσει τη χώρα κατά τη διάρκεια του «χειμώνα της οργής» (1978-1979, «winter of discontent») δεν είχε ανατρεπτικό χαρακτήρα και δεν ανήκε στην αρμοδιότητά της.
Παρ' όλα αυτά, οι «κοριοί» που τοποθετήθηκαν στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Λονδίνο επέτρεψαν στην υπηρεσία να παρακολουθεί τις τηλεφωνικές συνομιλίες της ηγεσίας του κομμουνιστικού κόμματος με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις του κόμματος και με φιλικά προσκείμενους συνδικαλιστές, στους οποίους περιλαμβάνονταν και ο Αρθουρ Σκάργκιλ, ο ηγέτης του συνδικάτου ανθρακωρύχων National Union Mineworkers (NUM).
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αντριου, οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, τις οποίες συστηματικά επέτρεπε το υπουργείο Εσωτερικών, αφορούσαν μονάχα τους κομμουνιστές και τροτσκιστές ηγέτες(4), στους οποίους περιλαμβανόταν ο Σκάργκιλ, που θεωρούνταν απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επιπλέον, διαψεύδει τη συμμετοχή της ΜΙ5 στην παρακολούθηση των ομάδων περιφρούρησης των απεργιακών κινητοποιήσεων. Κατά τη γνώμη του, το σύνολο της δράσης της υπηρεσίας εστιάστηκε στην παρακολούθηση των μελών των οργανώσεων που θεωρούνταν ανατρεπτικές και στην ενημέρωση της κυβέρνησης για τη στρατηγική που σκόπευε να ακολουθήσει το NUM.
Αποσιωπά, βέβαια, άλλα γεγονότα, όπως για παράδειγμα την πηγή της είδησης που δημοσιεύθηκε από τους «Sunday Times» της 28ης Οκτωβρίου 1984, η οποία αποκάλυπτε τις επαφές που υπήρχαν ανάμεσα στον Σκάργκιλ και τον συνταγματάρχη Καντάφι. Η αποκάλυψη κλόνισε σε μεγάλο βαθμό το προφίλ του επικεφαλής του NUM ως χαρισματικού ηγέτη.
Ξέχασαν τις αποτυχίες
Φυσικά, η επίσημη ιστορία, που δίνει έμφαση στην ανάδειξη των επιχειρησιακών επιτυχιών της υπηρεσίας κατά τη διάρκεια των δύο μεγάλων πολέμων του 20ού αιώνα, δεν φωτίζει τις αποτυχίες του θεσμού. Η ΜΙ5 αποδείχθηκε ανίκανη να εντοπίσει τη διάβρωση του βρετανικού κατεστημένου από την «Ομάδα των πέντε», η οποία δημιουργήθηκε όταν, τη δεκαετία του 1930, η υπηρεσία στράφηκε στη στρατολόγηση αποφοίτων του Κέιμπριτζ. Η «ομάδα» παρέδωσε στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες σχεδόν 20.000 σελίδες απόρρητων εγγράφων και, όταν αποκαλύφθηκε το 1951, οι διπλωμάτες Γκι Μπέρτζες και Ντόναλντ Μακ Λιν διέφυγαν στις ανατολικές χώρες.
Θεωρήθηκε ότι αυτή η αποτυχία οφειλόταν στη χαλαρότητα των διαδικασιών στρατολόγησης, οι οποίες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έφταναν σχεδόν στο σημείο της «προώθησης των κολλητών», δεδομένου ότι η ΜΙ5 έδινε προτεραιότητα στις υποψηφιότητες των νεαρών γόνων της καλής κοινωνίας και των πρώην στρατιωτικών. Μονάχα το 1997, για τη διαδικασία των προσλήψεων πραγματοποιήθηκε δημοσίευση προσκλήσεων, με αποτέλεσμα να διευρυνθεί το κοινωνικό πεδίο στο οποίο απευθυνόταν για τη στρατολόγηση του προσωπικού της και να εγκαταλείψει το καθεστώς της απόλυτης αδιαφάνειας που είχε ακολουθήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη αποτυχία της, την οποία επισημαίνουν τόσο ο καθηγητής Αντριου όσο και οι συγγραφείς του «Spooks», είναι ότι συνειδητοποίησε με μεγάλη καθυστέρηση την απειλή που αντιπροσώπευαν οι ισλαμιστές. Κατά τη γνώμη τους, εάν είχε κινητοποιηθεί έγκαιρα, ίσως και να είχαν αποτραπεί οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 7ης Ιουλίου του 2005 στο Λονδίνο, που προκάλεσαν πενήντα δύο νεκρούς και περίπου επτακόσιους τραυματίες, παρά το γεγονός ότι η ΜΙ5 ήταν πεπεισμένη, ήδη από το 2004, ότι σχεδιαζόταν η διάπραξη μιας τρομοκρατικής ενέργειας στην Αγγλία.
Στην επιστολή που έστειλε στην «Daily Telegraph», ο γενικός διευθυντής της υπηρεσίας αναγνωρίζει και μια άλλη παράλειψη, ηθικής φύσης αυτή τη φορά: την αμέλεια που επιδείχθηκε απέναντι στη μεταχείριση της οποίας έτυχαν από τους Αμερικανούς οι συλληφθέντες μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001.
(1) Christopher Andrew, «The Defense of the Realm: The Authorized History of ΜΙ5», Allen Lane, Λονδίνο, 2009. Thomas Hennessey και Claire Thomas, «Spooks. The Unofficial History of ΜΙ5», Amberley Publishing, Stroud, 2009.
(2) (Σ.τ.μ.): Μυστικοί πράκτορες.
(3) Αυτή η πλευρά της δράσης της ΜΙ5 περιγράφεται με λεπτομέρειες στο «Spooks».
(4) Στο έργο του «The Enemy Within: The Secret War Against the Miners» (Verso Books, Λονδίνο, έκδοση αναθεωρημένη, 2004) ο Seumas Milne καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι παρακολουθήσεις αφορούσαν το σύνολο των εθνικών και τοπικών ηγετικών στελεχών, καθώς και ένα μεγάλο τμήμα των συμπαθούντων τους κομμουνιστές και τους τροτσκιστές.