Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Η δύναμη στις Eπιχειρήσεις; Η Νεοφιλελευθεροποίηση των Κοινωνικών Κινημάτων


Της Ida Elisabeth Hammer


Μια κυρίαρχη παρερμηνεία είναι ότι η χορτοφαγία* απλά σημαίνει την αλλαγή στις καταναλωτικές συνήθειες ανεξάρτητων ατόμων και ότι αυτό θα οδηγήσει στη κοινωνική αλλαγή. Εντούτοις, αυτή η σύγχυση της χορτοφαγίας με τον καταναλωτισμό ως στρατηγική για την αλλαγή, είναι μια αρκετά πρόσφατη ανάπτυξη που έχει τις ρίζες της στα τέλη της δεκαετίας του '70 με την άνοδο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας· προερχόμενη έξω από τη χορτοφαγία.

Μια χθεσινή τοποθέτηση περιλάμβανε ένα απόσπασμα από το «A Discussion with Tom Regan», τυπωμένο από την Ahimsa του Οκτωβρίο /Δεκεμβρίο 1987, όπου ο Regan λέει:

«Οι άνθρωποι σκέφτονται τους ακτιβιστές ως ανταγωνιστές στην αντιπαράθεση, και ούτω καθεξής. Σκέφτομαι τους ακτιβιστές ως ανθρώπους με χαρτονομίσματα στο πορτοφόλι· αυτός είναι ο τρόπος που σκέφτομαι πραγματικά τους ακτιβιστές.

Ακτιβιστής είναι ο καθένας που πηγαίνει στην αγορά με ένα δολάριο στο χέρι, ο οποίος λέει “θα αγοράσω αυτό παρά αυτό επειδή έχει κάτι να κάνει με τον τρόπο που μεταχειρίζονται τα ζώα”».


Αυτό το απόσπασμα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της νεοφιλελευθεροποίησης των κοινωνικών κινημάτων. Ενώ η νεοφιλελευθεροποίηση στοχεύει τη χορτοφαγία*, στοχεύει και τα κοινωνικά κινήματα για μια αλλαγή γενικά. Για παράδειγμα, το πράσινο κίνημα πάσχει επίσης από τη νεοφιλελευθεροποίηση, όπου βλέπουμε «τους πραγματικούς ακτιβιστές» ως μεσοαστούς καταναλωτές που αγοράζουν τα πάντα, από τις λάμπες φθορίου στα μεγάλα super market μέχρι τα Toyota Prius. Αυτό είναι σε άμεση αντίθεση με το πράσινο κίνημα της δεκαετίας του '60, όπου κυρίως γυναίκες από κοινότητες της εργατικής τάξης και έγχρωμες κοινότητες πάλεψαν για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη μέσω της δημόσιας υπευθυνότητας και του ελέγχου της κυβέρνησης και της βιομηχανίας.

Η νεοφιλελευθεροποίηση των πολιτικών κινημάτων υποστηρίζεται από τη ρητορική της «δύναμης του καταναλωτή». Αυτό είναι το νόημα του αποσπάσματος του Regan – ότι ως καταναλωτές έχουμε τη δύναμη να δημιουργήσουμε την αλλαγή «ψηφίζοντας με τα χρήματά μας». Έτσι «ψηφίζουμε» για «αυτόν παρά αυτόν επειδή αυτό έχει κάτι να κάνει με τον τρόπο που μεταχειρίζονται τα ζώα», ή με την κατανάλωση ενέργειας, ή οποιοδήποτε ζήτημα. Αλλά αυτή η «δύναμη του καταναλωτή» είναι ένας μύθος.

Σε αυτή την κατάσταση η δύναμη δεν ανήκει στον καταναλωτή, αλλά στα χέρια των εταιριών που κατασκευάζουν τα καταναλωτικά αγαθά. Σε τελευταία ανάλυση, οι καταναλωτές δεν ελέγχουν τα μέσα της παραγωγής, αλλά οι εταιρίες. Έτσι ενώ οι εταιρίες διατηρούν τον έλεγχο, η ρητορική της «καταναλωτικής δύναμης» μετατοπίζει την ευθύνη προς το μεμονωμένο καταναλωτή. Αυτό ενισχύει τη νεοφιλελεύθερη ρητορική «της προσωπικής ευθύνης» που χρησιμοποιείται για να αποσυναρμολογήσει τα κοινωνικά προγράμματα που δημιουργούνται για να επιληφθούν της κοινωνικής καταπίεσης.

Επιπλέον, η ρητορική του «ψηφίζουμε με χρήματα» κρύβεται πίσω από τη ρητορική της «δημοκρατίας» η οποία στην πραγματικότητα σημαίνει αυξανόμενο εταιρικό έλεγχο στις ζωές μας. Οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί, και οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ, χρησιμοποιούν αυτό το προσωπείο της «δημοκρατίας» για να δικαιολογήσουν τη μείωση της δημόσιας υπευθυνότητας και τον ελέγχο πάνω στις εταιρίες. Έτσι ο νεοφιλελεύθερος μύθος της «δύναμης του καταναλωτή», στην πραγματικότητα οδηγεί σε μια λιγότερη δημοκρατική κοινωνία. Αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις για τα κοινωνικά κινήματα καθώς όλο και περισσότερη δύναμη μετατοπίζεται από εμάς συλλογικά, ως «οι άνθρωποι», προς στις εταιρίες.

Μέσω μιας ρητορικής της «δημοκρατίας», τα νέα προϊόντα παρουσιάζονται ως συμβαλλόμενα στην «ελευθερία επιλογής». Αλλά αυτά τα νέα προϊόντα δεν αποτελούν πραγματικά μια σοβαρή απειλή στο status quo. Στην πραγματικότητα επεκτείνουν τις αγορές που προσφέρουν νέο έδαφος στις εταιρίες, ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους. Και αυτές οι καινούργιες αγορές είναι προσιτές μόνο σε μια προνομιούχα κατηγορία καταναλωτών με τα μέσα και τη διάθεση να πληρώσουν.

Οι «επιλογές» για τους λιγότερο εύπορους και για τους καταναλωτές της εργατικής τάξης, καθώς και για πολλούς καταναλωτές που ζουν σε κάποιες αγροτικές ή αστικές περιοχές, περιορίζονται στα φτηνότερα και ευρύτερα παραγόμενα προϊόντα αντίστοιχα. Αυτό σημαίνει ότι αυτοί οι καταναλωτές δεν θα έχουν πρόσβαση στα περισσότερα από αυτά τα νέα προϊόντα και θα αναγκαστούν να καταναλώσουν τα παλιά προϊόντα. Επακολούθως, κάτω από τη ρητορική της «προσωπικής ευθύνης», αυτοί οι καταναλωτές γίνονται το θέμα της επίπληξης για τις λεγόμενες «καταναλωτικές επιλογές» τους. Εστιάζοντας στην «επιλογή» και την «ευθύνη» του καταναλωτή, οι εταιρίες και η καταπιεστική δομή που τις υποστηρίζει περνάνε απαρατήρητες.

Ακόμα χειρότερα, φτάνουμε να βλέπουμε αυτές τις εταιρίες – αντί να βλέπουμε τους εαυτούς μας ως συλλογική κοινότητα – σαν την πηγή της αλλαγής και της καινοτομίας. Αυτό οδηγεί στη διάβρωση της συλλογικής γνώσης, δύναμης και ελέγχου, πάνω στις ζωές μας.

Με όρους τροφίμων, αυτό ενισχύει την τάση προς τα πρόχειρα και τα επεξεργασμένα τρόφιμα. Η τροφή δεν είναι πλέον κάτι που παράγουμε μόνοι μας ως πολιτισμός και κοινότητα, αλλά κάτι που αποκτάμε από τις εταιρίες. Ως απάντηση σε μια προηγούμενη τοποθέτηση σε αυτό το τελευταίο σημείο, ένας σχολιαστής έγραψε:

Τόσες πολλές πτυχές της σύγχρονης κοινωνίας είναι «πρόχειρες» που δεν θα επιθυμούσαμε να ζήσουμε χωρίς αυτές (π.χ. βιβλιοθήκες, τρεχούμενο νερό, ηλεκτρική ενέργεια). Πού τραβάει κάποιος τη γραμμή μεταξύ της ευκολίας και των βασικών αναγκών για διαβίωση; Δεν θεωρώ πως η ευκολία και η δικαιοσύνη είναι απαραίτητα αποκλειστικά αμοιβαίες.

Αυτό είναι ένα ακραίο παράδειγμα της λογικής του νεοφιλελευθερισμού. Ο σχολιαστής (λανθασμένα) αναγνωρίζει τα Boca Burgers, επεξεργασμένα πρόχειρα τρόφιμα που κατασκευάζονται από μια πολυεθνική εταιρία, ως συγκρίσιμα με τους ελεγχόμενους από τον κόσμο και υπόλογους σε αυτόν θεσμούς και οργανισμούς κοινής ωφέλειας όπως οι βιβλιοθήκες, το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια. Οι σημαντικές διαφορές μεταξύ καταναλωτικών προϊόντων όπως τα Boca Burgers και των βιβλιοθηκών, του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας είναι διαστρεβλωμένες και περνάνε χωρίς να τύχουν αναγνώρισης. Αυτό υπογραμμίζει πως υπό τον ιδεολογικό έλεγχο του νεοφιλελευθερισμού, οι βιβλιοθήκες, το τρεχούμενο νερό και η ηλεκτρική ενέργεια είναι κάτω από τις απειλές της ιδιωτικοποίησης και του εταιρικού ελέγχου.

Η συντριπτική επίδραση της νεοφιλελευθεροποίησης, που διατυπώνεται σαν να είναι στη ρητορική της «δύναμης του καταναλωτή» και της «δημοκρατίας», είναι να μετατοπίσει τη δύναμη και τους πόρους από εμάς τους ανθρώπους στις εταιρίες. Μέσω της νεοφιλελευθεροποίησης, τα κοινωνικά κινήματα που επιδιώκουν την αλλαγή γίνονται ιδιωτικοποιημένα, εξατομικευμένα, απολιτικοποιημένα και περιθωριοποιημένα. Καθιστώντας τα κοινωνικά κινήματα ατελέσφορα, ο μύθος της «δύναμης του καταναλωτή» προσδέχεται αυτά τα κινήματα μέσα στη διαδικασία της ενίσχυσης και της επέκτασης των καταπιεστικών δομών.

Όπως η Kath Clement λέει στο βιβλίο της Why Vegan: The Ethics of Eating & the Need for Change:
Στην πραγματικότητα είναι η τρομακτική ψευδολογική των οικονομικών που έχει παράξει το λιμό σε έναν κόσμο αφθονίας. Σίγουρα πρέπει να φέρουμε τους ανθρώπινους και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες μέσα στην εξίσωση. Οι αληθινοί πόροι μας βρίσκονται όχι στις ράβδους χρυσού και στις «μελλοντικές αγορές» αλλά στην αφθονία του εδάφους και την ικανότητα των ανθρώπων.

* Στμ: Ως χορτοφαγία αποδόθηκε ο όρος veganism.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου