Ο νεότερος ελληνισμός διαφέρει από τον παλαιότερο κατά το ότι ηγετική του παράδοση (παράδοση που καθοδηγεί το πνεύμα των λογίων του) παύει να είναι η Ορθόδοξη και τη θέση της την παίρνει η δυτική παράδοση. Αυτή κυριαρχώντας στην παιδεία του Γένους, αλλοτριώνει προοδευτικά το φρόνημα και το ήθος του. Μας κάνει να χάσουμε την αυτοσυνειδησία μας και να γίνουμε το επαρχιακό περιθώριο που πιθηκίζει τη Δύση. Ο νέος ελληνισμός είναι ο δορυφοροποιημένος περί τα δυτικά πρότυπα ελληνισμός.
Η διαφορά Ορθοδοξίας και ελληνισμού
Ποια η διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και ελληνισμού; Η διατύπωση και μόνο του ερωτήματος αποκαλύπτει ότι, ως έθνος, διατελούμε εν πλήρει συγχύσει. Η σύγχυσή μας είναι πολύτροπη και μπορεί να συνοψιστεί σε δύο διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις:
α) Ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία δεν έχουν τίποτε κοινό: αλληλοαποκλείονται. Αυτή είναι η πεποίθηση των φασιζόντων εθνικιστών, των «ελληνιζόντων» και «ελληνοκεντρικών», που θεωρούν τον χριστιανισμό «εβραϊκό μίασμα» και «τάφο» του ελληνισμού.
Είναι επίσης η πεποίθηση των «ρωμανιστών» και της συντηρητικής ιεραρχίας του Φαναρίου, που θεωρούν την Ορθοδοξία «υπέρβαση» της ελληνικότητας και κάθε εθνισμού – ότι το Βυζάντιο δεν ήταν τάχα μια αυτοκρτορία ελληνική και ότι η Ελληνική Επανάσταση κατά των Τούρκων ήταν «μεγάλο λάθος». Είναι τέλος οι φωταδιστές κάθε απόχρωσης, που απεχθάνονται την Ορθοδοξία (ο καθένας για τους δικούς του λόγους) και θα ήθελαν πολύ να την εξοβελίσουν τελείως από τον ελληνισμό. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκουν και όλοι οι, κατά τον π. Θεόφιλο Φάρο, «προοδευτικοί της εποχής του χαλκού» - από τη Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά.
β) Ο ελληνισμός και η Ορθοδοξία ταυτίζονται. Στην κατηγορία αυτή ανήκει ο αλήστου μνήμης «ελληνοχριστιανισμός», οι ευσεβιστικές οργανώσεις, οι διάφοροι «συντηρητικοί».
Οι απαντήσεις αυτές βάζουν τον ελληνισμό στην κλίνη του Προκρούστη και συνοψίζουν τις διάφορες μορφές μιας εθνικής συνείδησης τυπικά μανιχαϊστικής. Υποδηλώνουν το θλιβερό πολιτιστικό επίπεδο των διαφόρων συνιστωσών του σύγχρονου εθνικού μας σχηματισμού και περιγράφουν συνάμα το μέγεθος της εθνικής μας αλλοτρίωσης. Την άποψη ότι Ορθοδοξία και ελληνισμός ούτε ταυτίζονται ούτε αλληλοαποκλείονται ελάχιστοι την καταλαβαίνουν.
Η Ορθοδοξία είναι παράδοση, ενώ ο ελληνισμός είναι ιστορικό υποκείμενο. Είναι διαφορετικές κατηγορίες. Επομένως δεν μπορούν να συγκριθούν – ώστε να «ταυτισθούν» ή να «αλληλοαποκλεισθούν». Η προσωπικότητα αυτού του συλλογικού υποκειμένου, νοούμενη ως συμβολή της πολιτισμικής του ενέργειας, μέσα στην Ιστορία, με τη σύνολη πολιτισμική ενέργεια της ανθρωπότητας, περιλαμβάνει την ορθόδοξη παράδοση, ως κεντρική συνιστώσα, που βεβαίως αναχωνεύει μέσα της το αρχαίο πνεύμα. Το έθνος όμως διαστέλλεται από τη μεταβαλλόμενη ιστορική του προσωπικότητα και την περιλαμβάνει, όχι μόνο αναδρομικά-οπισθοβατικά, αλλά και προεξοφλητικά-δυναμικά. Είναι λάθος να ξεκινά κανείς από την προφάνεια της απουσίας «υποστατικού φορέα», στην περίπτωση του συλλογικού υποκειμένου, για να εξαντλήσει το έθνος στα όποια ιστορικά δεδομένα της προσωπικότητάς του, ταυτίζοντας ουσιαστικά το έθνος με την προσωπικότητά του και κατ’ επέκταση με την κεντρική συστατική της παράδοση.*
Σύγκριση υφίσταται μόνο μεταξύ ελληνισμού και Εκκλησίας, γιατί είναι και οι δύο συλλογικά υποκείμενα. Η σχέση τους είναι μάλιστα ομόλογη της σχέσης πραγματικού-ιδανικού, αφού το εκκλησιαστικό συλλογικό λειτουργεί, στον ορθόδοξο πολιτισμικό χώρο, ως πρότυπο για το εθνικό συλλογικό. Δεν ταυτίζονται. Ούτε αποκλείονται.
--------------------------------------------------------------------------------
* Η διάκριση έθνους και εθνικής προσωπικότητας αποκαλύπτει τον αποπροσανατολιστικό χαρακτήρα της συζήτησης για το τι είναι ελληνικότητα (στην τέχνη, στο ήθος κ.λπ.) σαν να ήταν η ελληνικότητα μια νόρμα, ένα καλούπι, μια συνταγή, ένας μια για πάντα δεδομένος τρόπος. Ξεχνούν ότι το δημιουργικό υποκείμενο μπορεί να πάψει να εκφράζεται με τον καθιερωμένο τρόπο. Θα είναι τότε ο τρόπος του μη ελληνικός; Η ακινητοποίηση σε μια στατική φόρμα σκοτώνει απλώς τη δημιουργικότητα και εξαφανίζει το υποκείμενο. Ελληνικότητα που δεν περιλαμβάνει το υποκείμενο και την απροσδιόριστη εκστατικότητά του, πώς θα μπορούσε να είναι ελληνικότητα; Άλλωστε το έθνος προκύπτει, όπως είδαμε, από τη συλλογική διαχείριση της εκστατικότητας της ανθρώπινης φύσης. Η ύπαρξή του προϋποθέτει ένα επίπεδο ελευθερίας της δημιουργίας και το διασφαλίζει (αυτή είναι άλλωστε η βάση του πατριωτισμού). Όταν ωστόσο κάνουμε συγκριτική αντιπαράθεση αρχαίας, βυζαντινής και νεότερης ελληνικότητας, για να επιλέξουμε ως «αυθεντική» κάποια από τις τρεις (τούτο αποτελεί και κριτήριο διαχωρισμού «ρευμάτων» στους κόλπους της διανόησής μας), απλώς αφαιρούμε το υποκείμενο, αγνοούμε τον φορέα της μιας ή της άλλης μορφής ελληνικότητας. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι το υποκείμενο που είναι παρόν, αυτό που κάνει και την επιλογή, είναι μόνο το σύγχρονο υποκείμενο που προσπαθεί να επενδύσει ανάλογα τη σημερινή του ελληνικότητα.ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου