Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Τιμ Ματιάκης: Ο έλληνας σολίστ του Βασιλικού Μπαλέτου της Δανίας


Δημοσιεύτηκε από τον Απόστολος Παπαποστόλου

MatiakisΛέγεται Τιμ Ματιάκης. Εμείς όμως ίσως να μην είχαμε ανακαλύψει τον, κατά το ήμισυ, συμπατριώτη μας, σολίστ του Βασιλικού Μπαλέτου της Δανίας, αν το Μέγαρο Μουσικής, συνδιοργανώνοντας με τη Λυρική Σκηνή το Γκαλά Χορού (ξεκίνησε στις 10 και επαναλαμβάνεται σήμερα και στις 15Ιανουαρίου), δεν τον καλούσε να χορέψει για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή.
«Φυσικά ένας χορευτής και κλάμπινγκ θα κάνει και θα ξενυχτήσει. Κι εγώ έχει συμβεί να γυρίσω σπίτι μου στις 5 το πρωί και στις 7 να ξαναφύγω για μάθημα. Νέοι άνθρωποι είμαστε κι εμείς. Η μόνη διαφορά είναι ότι επειδή εργαζόμαστε με το σώμα μας, ξέρουμε ότι μεγαλύτερη κούραση σημαίνει και μεγαλύτερο ρίσκο να πάθουμε κάτι», εξηγεί ο 31χρονος χορευτής Τιμ Ματιάκης «Φυσικά ένας χορευτής και κλάμπινγκ θα κάνει και θα ξενυχτήσει. Κι εγώ έχει συμβεί να γυρίσω σπίτι μου στις 5 το πρωί και στις 7 να ξαναφύγω για μάθημα. Νέοι άνθρωποι είμαστε κι εμείς. Η μόνη διαφορά είναι ότι επειδή εργαζόμαστε με το σώμα μας, ξέρουμε ότι μεγαλύτερη κούραση σημαίνει και μεγαλύτερο ρίσκο να πάθουμε κάτι», εξηγεί ο 31χρονος χορευτής Τιμ Ματιάκης Γεννημένος το 1979 στη Στοκχόλμη από Σουηδέζα μητέρα και Ελληνα πατέρα, έζησε από τα 6 μέχρι και τα 14 του χρόνια στη Λάρισα. Εκεί, αντιγράφοντας τις αδελφές του, άρχισε να κάνει μαθήματα μπαλέτου στη Δημοτική Σχολή της πόλης, ως χόμπι. Στη Σουηδία συνέχισε συνειδητά στη Σχολή του Βασιλικού Μπαλέτου. Σχεδόν αμέσως κορυφαίος στη Βασιλική Οπερα της Στοκχόλμης, έμεινε εκεί μια 5ετία, άλλη μια 2ετία θήτευσε στο Royal Ballet του Λονδίνου και τελικά προτίμησε το Βασιλικό Μπαλέτο της Δανίας.
Με αρκετά βραβεία στο ενεργητικό του κι ένα ρεπερτόριο κυρίως κλασικό, ο Ματιάκης παραμένει μάλλον άγνωστος για τον κόσμο του ελληνικού χορού. «Θα ευχόμουν όμως να συνεργαστώ με Ελληνες χορογράφους», εξομολογείται.
Εχετε χορέψει, κυρίως, κλασικούς ρόλους. Με τον σύγχρονο χορό τι σχέση έχετε;
«Εψαχνα πάντα μια ισορροπία μεταξύ κλασικού και σύγχρονου χορού. Με επηρέασαν πολύ όσα είδα από την αρχή της καριέρας μου, όπως, π.χ., οι παραστάσεις του σουηδικού Cullberg Ballet. Και στο Λονδίνο πήγα κυρίως επειδή διευθυντής του Royal Ballet ήταν ακόμα ο Ρος Στρέτον, που ήθελε να εντάξει στο ρεπερτόριο της ομάδας τα καλύτερα κλασικά και σύγχρονα κομμάτια. Τον έδιωξαν, δυστυχώς, σχεδόν αμέσως».
Εχοντας κλασική τεχνική πώς συμπεριφέρεστε σε μια σύγχρονη χορογραφία;
«Η τεχνική δεν είναι εμπόδιο. Εμπόδιο είναι το κεφάλι σου. Ως κλασικός χορευτής, είσαι μάλιστα μερικές φορές ένα εργαλείο ακόμα πιο ευέλικτο για έναν σύγχρονο χορογράφο. Κι όμως, οι περισσότεροι κλασικοί χορευτές φοβούνται ό,τι δεν ξέρουν. Εγώ, αντίθετα, τώρα πια νιώθω ότι, αν δεν έχω επικοινωνία με τον σύγχρονο χορό, θα ρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ να κάνω τίποτε ούτε στον κλασικό».
Ο Τιμ Ματιάκης σε στιγμιότυπο από παράσταση του Βασιλικού Μπαλέτου της Δανίας Ο Τιμ Ματιάκης σε στιγμιότυπο από παράσταση του Βασιλικού Μπαλέτου της Δανίας Θα επιζήσει ο κλασικός χορός;
«Κι εγώ αναρωτιέμαι συχνά. Αν οι διευθυντές των κλασικών φορέων δεν είναι ανοιχτοί σ’ όσα συμβαίνουν στον χορό, νομίζω ότι θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα σε μερικά χρόνια. Πιστεύω ότι ο κλασικός χορός πρέπει να ανοίξει λίγο τα μάτια του για ό,τι συμβαίνει έξω απ’ αυτόν, να χρησιμοποιήσει τα μίντια περισσότερο και να ανανεωθεί, χωρίς να εξαφανιστούν τα παλιά του κομμάτια. Κι εγώ το κατάλαβα όταν άρχισα να ασχολούμαι λίγο με τη χορογραφία. Στην αρχή σκεφτόμουν πως πρέπει να βλέπουμε μόνο μπροστά. Μετά διάβασα τον Καρλ Γιουνγκ, που έλεγε ότι αν δεν ξαναπούμε τις παλιές ιστορίες, θα χάσουμε τον ανθρωπισμό μας».
Ενας νέος κλασικός χορευτής αισθάνεται σαν έναν νέο μαέστρο, που ξέρει ότι διευθύνει ένα έργο που είχε διευθύνει κι ο Κάραγιαν;
«Σίγουρα! Οταν λίγα χρόνια πριν έκανα τον “Δον Κιχώτη”, σκεφτόμουν ότι, αν έχεις δει τον Μπαρίσνικοφ, τότε ίσως δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις καν, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσεις να τον φτάσεις. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αυτή είναι η δικιά μου παράσταση. Αρα πρέπει να δώσω ό,τι καλύτερο μπορώ. Φυσικά Μπαρίσνικοφ δεν είμαι. Αλλά προσπαθώ να επιζήσω και να κάνω την παράστασή μου ζωντανή. Θεωρώ σημαντικότατη την “παρουσία”: αν είσαι παρών, τότε, ακόμα και χάλια να πάει η παράσταση, κάτι θα ‘χεις δώσει».
Υπάρχουν χορευτές που «περνούν κάτω» στο κοινό πριν καν κάνουν οτιδήποτε;
«Σίγουρα υπάρχουν. Κι αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα όταν είσαι κλασικός χορευτής. Ασχολείσαι πάρα πολύ με την τεχνική, ξεχνώντας συχνά ότι υπάρχει και κάτι άλλο, ότι ο χορός είναι κίνηση, συνεπώς αν δεν έρθει από μέσα σου η επιθυμία να κινηθείς, κι όχι μόνο να εξασκείς ό,τι έχεις μάθει, τότε έχεις πρόβλημα. Υπάρχει και το αντίθετο. Χορευτές που έχουν μόνον αυτό το “κάτι άλλο”. Και υπάρχουν και λίγοι που συνδυάζουν και τα δύο. Αυτοί είναι οι άπιαστοι. Από τη γενιά μας τέτοια περίπτωση θεωρώ τη Σιλβί Γκιγέμ. Ο,τι και να κάνει, λέω “μπράβο στο κορίτσι”».
Εσείς;
«Δεν προσπαθώ να πω ότι είμαι σπουδαίος χορευτής. Αντίθετα, σκέφτομαι ότι είμαι αρκετά μέτριος. Και ξέρω καλά ότι δεν είμαι από τους “άπιαστους”. Αλλά πριν από μερικά χρόνια, αυτό ακριβώς κυνηγούσα. Κι όμως, όταν ξεφεύγεις από το κυνήγι της φήμης, βλέπεις λίγο πιο καθαρά και τότε προσπαθείς ακόμα περισσότερο να συγκεντρώσεις όλα τα “επίπεδα” που έχει ο χορός».
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ιδιαίτερη παιδεία κλασικού μπαλέτου ή κλασικής μουσικής.
«Αν υπήρχε στον κόσμο ένα κράτος προορισμένο να βοηθήσει τις τέχνες, αυτό θα έπρεπε να είναι η Ελλάδα. Αλλά μου φαίνεται σαν να έχει ξεφύγει λίγο, σαν το μόνο σημαντικό να είναι πια τα λεφτά και να υπάρχει αδιαφορία για τις τέχνες – στις οποίες λεφτά δεν υπάρχουν… Υστερα ο κλασικός χορός είναι μεγάλη υπόθεση. Δεν είναι για όλους, αντίθετα με τα μπουζούκια, που εδώ αρέσουν στους περισσότερους».
Εσάς σας αρέσουν;
«Μ’ αρέσουν και πηγαίνω. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορεί κάποιος να τα συνδυάζει όλα. Ισως γιατί όλη η ανθρωπότητα ψάχνει πια μόνο εύκολες λύσεις και προσπαθεί να μη σκέφτεται – ενώ οι τέχνες προσπαθούν ακριβώς το αντίθετο».
Παρ’ όλα αυτά επιστρέφετε στην Ελλάδα;
«Φυσικά. Εχω συγγενείς εδώ. Ερχομαι όσο συχνότερα γίνεται για να τους δω και να πάω στα νησιά, που για μένα είναι σαν θρησκεία. Δεν είμαι θρησκόληπτος, αλλά όταν βλέπω τη θάλασσα να χάνεται στα πόδια του βουνού, τότε σκέφτομαι: “Σίγουρα υπάρχει Θεός”». *
Στη Λάρισα με κορόιδευαν για τις πουέντ μου
Αντιμετωπίσατε καχυποψία όταν πρωτοασχοληθήκατε με το μπαλέτο;
«Εδώ, ναι. Πήγαινα σχολείο κι επειδή είχα τις πουέντ στην τσάντα, οι συμμαθητές μου με κορόιδευαν. Δεν πολυέσκαγα όμως».
Τι θυσίες απαιτεί μια τέτοια επιλογή;
«Μερικές δύσκολες αποφάσεις. “Θα μείνω. Θα φύγω;” αναρωτιόμουν όσο ζούσα στο Λονδίνο, διατηρώντας τη σχέση με την κοπελιά μου (με την οποία παντρευτήκαμε πέρυσι), που είναι μέλος του μπαλέτου της Δανίας. Αλλά, επειδή στο Λονδίνο δεν υπήρχε τίποτα που να βεβαιώνει ότι θα κάνω τεράστια καριέρα, τελικά σκέφτηκα: “Για το όνειρο της καριέρας, θα χάσω την προσωπική αγάπη;”. Και πήγα στη Δανία».
(Πηγή: Ελευθεροτυπία)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου