Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Η Αθήνα που τρυπιέται και αργοπεθαίνει!...


Μεσάνυχτα Σάββατου. Μόλις έχω βγεί με τον γιο μου από τη θεατρική παράσταση που παρακολουθήσαμε. Κοιτάζω δεξιά και αριστερά και βλέπω αυτό που φανταζόμουν: ένας άντρας "τρυπιέται" ξαπλωμένος δύο μέτρα δίπλα από το κεφαλόσκαλο του θεάτρου. Αρπάζω από το χέρι το παιδί και κατηφορίζω σε ρυθμό έντονου βάδην την οδό Στουρνάρη. Γύρω μας το θέαμα είναι η απόλυτη εξαθλίωση του ανθρώπινου γένους. Αλλού ο ένας κάνει «ένεση» στον άλλον, αλλού δύο τρία και τέσσερα άτομα εμπορεύονται τον ανθρώπινο πόνο, αλλού κάποιοι καθισμένοι ξεδιάντροπα κάτω, πίνουν μπύρες και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Είναι η ώρα της μαροκινής μαφίας. Ευτυχώς κανείς από όλους αυτούς δεν ασχολείται μαζί μας. Διασχίζουμε την 3η Σεπτεμβρίου και βαδίζουμε γρήγορα κάτω από το πεζοδρόμιο στην άκρη του δρόμου προσπαθώντας να αντέξουμε την βρώμα και τη δυσοσμία από τα κατρουλιά και κάθε άλλου είδους ακαθαρσίες. Τα αυτοκίνητα περνούν βιαστικά από δίπλα μας με καλά κλεισμένα τα τζάμια και τους επιβάτες τους να προσπερνούν όλα αυτά αδιάφορα. Ο 13χρονος γιος μου έχοντας τρόμο στα μάτια του και πανικό στο μυαλό του με όλα αυτά, μου σφίγγει συνεχώς το χέρι. Καθώς στην Μάρνη στρίβω αριστερά, σηκώνω τα μάτια μου στο ξέφωτο που σχηματίζουν οι οικοδομές της περιοχής. Παρατηρώ γρήγορα πως εδώ υπάρχει πολύ σκοτάδι. Δεν υπάρχουν φωτισμένα παράθυρα στα κτίρια. Λες και οι κάτοικοι έχουν εγκαταλείψει αυτό εδώ το κομμάτι της Αθήνας αφήνοντας κάποιοι από αυτούς τα σπίτια τους σε αλλοδαπούς που προσπαθούν να κρύψουν την σκοτεινή δυστυχία τους. Τα μαγαζιά σαν να έχουν εξαφανιστεί διά μαγείας αφού δεν υπάρχουν βιτρίνες αλλά θεοσκότεινα ρολά. Τα μόνα μαγαζιά που υπάρχουν είναι λίγα σνακ μπαρ με βρωμερές εισόδους και λιγδιασμένα καθίσματα. Στην γωνία με την αρχή της Αχαρνών δύο ανήλικες (μάλλον Νιγηριανές) ντυμένες έτσι όπως ξεφτιλίζεται το γυναικείο φύλλο, παζαρεύουν με έναν άντρα τη φρεσκάδα της νιότης τους που δεν θα γνωρίσουν ποτέ. Με τα πολλά κι αφού στην δεκάλεπτη και βάλε πορεία που έχουμε κάνει έχουμε συναντήσει σχεδόν 100 μετανάστες και μόλις ένα σβέλτα περαστικό περιπολικό, φθάνουμε ανακουφισμένοι στον προορισμό μας που είναι η αρχή της Φαβιέρου. Εκεί θα πάρουμε το αυτοκίνητο που έχω αφήσει σε ένα φυλασσόμενο κλειστό πάρκινγκ. Ο φόβος πια έχει μετριαστεί σημαντικά.

Καθώς απομακρυνόμαστε με το αυτοκίνητο από την περιοχή και ενώ από δίπλα ο γιος μου εντυπωσιασμένος με όσα έζησε κάνει ακατάπαυστες ερωτήσεις, πλήθος από σκέψεις στριφογυρίζουν στο κεφάλι μου. Σίγουρα μέσα σε όλους αυτούς τους μετανάστες που ήρθαν στη χώρα μας για μια καλύτερη τύχη, υπάρχουν κακοποιά στοιχεία. Σίγουρα η πολιτεία δεν μπόρεσε να τους εντάξει με τον τρόπο που έπρεπε στον κοινωνικό ιστό. Σίγουρα οι αστυνομικές αρχές μας δεν μπορούν να προστατέψουν το υγειές κομμάτι των κατοίκων αυτής της πόλης (ντόπιους και ξένους), από το αρρωστημένο κομμάτι (και πάλι ντόπιους και ξένους) που είναι ασύγκριτα μικρότερο από το πρώτο. Σίγουρα όμως και η κοινωνία μας έχει μεγάλη ευθύνη για τα αποτελέσματα αυτού του φαινομένου. Μια κοινωνία που βασίζεται στην αποθέωση του ΕΓΩ της μέσα από μια αδιάκοπη συσσώρευση προσωπικού για τον καθένα μας πλούτου, αδιαφορώντας για την ίδια την ζωή. Γιατί μπορεί όλοι εμείς «οι πολιτισμένοι» να αφήνουμε «το περιθώριο» να τρυπιέται στην μιζέρια του αλλά συγχρόνως αφήνουμε την καθημερινότητα μας να τρυπιέται από τις παραισθησιογόνες ενέσεις μιας κατ’ επίφαση προόδου του βιοτικού μας επιπέδου. Όπως το εδώ παράδειγμα της πλατείας Βάθη που τιμωρήθηκε με το να αφεθεί από όλους τους αρμόδιους φορείς στο μαρασμό πληρώνοντας το τίμημα ότι για πολλές δεκαετίες ήταν μια λαϊκή αφτιασίδωτη γειτονιά που έσφυζε από ζωή κυρίως από λαϊκά στρώματα, και όχι μια κυριλέ καλλωπισμένη περιοχή.

Εκείνο το Σάββατο, ο γιος μου πήρε το πρώτο του μάθημα για το τι εστί σύγχρονη ανθρώπινη κοινωνία εν έτει 2010. Μακάρι να του χρησιμέψει αργότερα στον αγώνα της γενιάς του για ένα καλύτερο μέλλον.ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου