Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΕΝΑ ΣΟΒΑΡΟΤΑΤΟ ΘΕΜΑ "ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΘΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΤΩΝ ΜΠΑΜΠΑΔΩΝ"


Γράφει ο Νίκος Σπιτάλας,
καθηγητής, Πρόεδρος ΣΥΓΑΠΑ

Εως το 2004, στην Ελλάδα επικρατούσε η λογική του Μεσαίωνα στην έκδοση δικαστικών αποφάσεων που αφορούν στο οικογενειακό δίκαιο (επιμέλεια παιδιών, επικοινωνία πατέρα-τέκνου, διατροφές). Το έτος αυτό, βρέθηκε άνθρωπος (ο υπογράφων) να αμφισβητήσει τον παραλογισμό αυτό και μάλιστα να ιδρύσει σύλλογο (ΣΥΓΑΠΑ) με 25.000 μέλη (άνδρες-γυναίκες), διαμαρτυρούμενα σήμερα και με οργάνωση κόμματος. Αυτή η ισχυρή δυναμική, ως αντίδραση του νομικού μας συστήματος, της δικαστηριακής πρακτικής, της άνισης μεταχείρισης γονέων στο διαζύγιο παρουσίασε στην κοινή γνώμη τις ελλείψεις της κοινωνίας μας σε επίπεδο εκπαίδευσης αλλά και τις καταστροφικές συνέπειες στα παιδιά.

Παρουσιάσαμε το θέμα επιστημονικά, ακτιβιστικά, κοινωνικά, νομικά, ψυχιατρικά. Δείξαμε την οικονομική πλευρά του προβλήματος καθώς και την πολιτική διάσταση. Δυστυχώς, όμως στη χώρα μας, υπάρχουν δυνάμεις που θέλουν την καταστροφή της οικογένειας, την καταστροφή προτύπων, ιδανικών και ηθών.

Θέλουν τη νομική εμπλοκή των νοικοκυραίων στην υπόθεση 'διαζύγιο', θέλουν την θυματοποίηση της γυναίκας, θέλουν την καταστροφή του ενός εκατομμυρίου παιδιών. Προ δεκαπενταετίας, στις υπερατλαντικές χώρες, πολλά θέματα λύθηκαν με την πολιτική εισαγωγή υπευθύνων ακτιβιστών πατεράδων αλλά, και στην Ευρώπη από διετίας εμφανίστηκαν άτομα και κόμματα (πχ. Matt'Ο Connors στη Βρετανία, Carlos Caldito στην Ισπανία, Jοhn Jammit στη Μάλτα). Η οικογενειακή έννομη τάξη, ως αξεδιάλυτο σύμπλεγμα υφιστάμενης νομοθεσίας και παγιωμένης νομολογίας, έχει δημιουργήσει μια εκρηκτική ανισότητα μέσα στους κόλπους της κάθε ελληνικής οικογένειας με παιδιά.

Πρόκειται για την ανισότητα σε βάρος του πατέρα. Αυτή δημιουργείται από το γεγονός ότι, σε περίπτωση διάλυσης της συμβίωσης - εν γάμω ή εκτός αυτού - το παιδί ή τα παιδιά θα περιέλθουν, με μια πιθανότητα άνω του 99%, στην μητέρα. Η ανισότητα αυτή αποκτά την πλήρη πρακτική σημασία της από το γεγονός ότι, σε περίπτωση διάλυσης του γάμου, το σύστημα της μονογονεϊκής επιμέλειας, όπως υπάρχει και εφαρμόζεται στην χώρα μας, βασίζεται στην αρχή του «όλα ή τίποτα».

Ο ένας γονιός, αυτός που θα πάρει την «επιμέλεια», έχει περίπου απόλυτη εξουσία αποφάσεων σχετικά με το «τέκνο». Ο άλλος γονιός, αυτός που δεν θα «πάρει την επιμέλεια», χάνει κάθε αποφασιστικό ρόλο. Μαζί με την συμβίωση με τον άλλο γονιό χάνει και την συμβίωση με το παιδί του, χάνει και κάθε δικαίωμα να αποφασίζει για το παιδί του. Έτσι, μετά την διάσταση των γονιών του, το παιδί αποκτά έναν μόνο γονιό, και αποξενώνεται σχεδόν νομοτελειακά από τον άλλο.

Αντίστοιχα, ο άλλος γονιός χάνει τον γονικό του ρόλο στο παιδί του, και το βλέπει να αποξενώνεται από αυτόν. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει, ακόμα κι αν ασκείται - όποτε και όσο ασκείται - ένα «χλωμό» και αποδυναμωμένο, δικαίωμα «επικοινωνίας». Την απαίσια εικόνα συμπληρώνει η αντιδικία μεταξύ των γονιών για την διατροφή του παιδιού. Όπως είναι ρυθμισμένος ο θεσμός της «διατροφής» σήμερα, με την έλλειψη κάθε ελέγχου για το «πού πάνε τα χρήματα» από τη στιγμή που θα καταβληθούν, ο γονιός που την καταβάλλει νιώθει - δικαιολογημένα - ότι μισθοδοτεί τον άλλο γονιό για να του στερεί το παιδί και να το στρέφει εναντίον του.

Η κατάφωρα άδικη αυτή κατάσταση δεν αφορά μόνον τα παιδιά χωρισμένων γονιών, ούτε μόνο τους χωρισμένους πατέρες, που έχουν δει τα παιδιά τους να τους περιφρονούν, να ζουν χωρίς οι ίδιοι να έχουν τον παραμικρό λόγο πάνω τους, να αποξενώνονται και να μην τους θέλουν, και να υπόκεινται - με την προστασία όλων των Αρχών - στην αποκλειστική εξουσία, επιρροή και υποβολή της άλλης πλευράς. Αφορά άντρες και γυναίκες, μέσα και έξω από τον γάμο. Μέσα στον γάμο, αφού, στις υπάρχουσες σήμερα οικογένειες, η νομική ανισότητα αποτελεί διαλυτικό παράγοντα.

Στην οικογένεια, ο ένας γονιός - κατά κανόνα: ο πατέρας - δεν μπορεί να συζητήσει, να «διαπραγματευθεί» με τον άλλον, υπό όρους ισότητας, τις οικογενειακές αποφάσεις, τα θέματα της κοινής ζωής, την ανατροφή των παιδιών τους. Και δεν μπορεί, αφού αντιμετωπίζει, ανά πάσα στιγμή και σε κάθε διαφωνία με τον άλλον, το φάσμα της διάλυσης της οικογένειάς του. Και η διάλυση της οικογένειας, για τον γονιό που δεν θα πάρει την «επιμέλεια» των παιδιών του, θα σημαίνει αναγκαστικά και ουσιαστική απώλεια του οικογενειακού δεσμού με το παιδί του. Αφορά όλα τα παιδιά, που βλέπουν την οικογένειά τους να διαλύεται, επειδή έχει δομηθεί από την κατεστημένη έννομη τάξη ως οικογένεια ασταθής, και έτσι χάνουν ή θα χάσουν τον ένα γονιό τους.

Αφορά άντρες και γυναίκες ως παππούδες, αν έχουν την ατυχία να εκπροσωπούν την πλευρά που δεν θα έχει την «επιμέλεια». Αφορά τις συντρόφους των πατέρων που χάσαν τα παιδιά τους, κι έχουν δίπλα τους έναν τραυματισμένο άνθρωπο, με ακρωτηριασμένη τη ζωή του. Αφορά κάθε άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, που κινδυνεύει να δει το παιδί του αποξενωμένο, επειδή το νομικό σύστημα θα δώσει την απόλυτη εξουσία στον άλλον.

Αφορά κάθε γονιό, πατέρα ή μητέρα, που αντιλαμβάνεται ότι το παιδί του χρειάζεται και τους δυο γονείς του. Αφορά, δηλαδή, και τις ίδιες τις μητέρες, που, αν και φαίνεται ότι το σημερινό σύστημα, στην περίπτωση διάλυσης της οικογένειάς τους τις «ευνοεί», ωστόσο τις καταδικάζει σε μιαν αντιδικία με τον «άλλον» γονιό, συχνά οδυνηρή, και στην απώλεια του άλλου γονιού για το παιδί τους, ενώ αντίθετα το παιδί τους τον χρειάζεται, και θα έπρεπε οι δημόσιοι θεσμοί να τον καλούν - ή και να τον υποχρεώνουν - στον γονεϊκό του ρόλο.

Πίσω από την εκτεταμένη δυστυχία που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, βρίσκεται ένα ανεπαρκέστατο θεσμικό σύστημα ενός βεβιασμένου εκσυγχρονισμού και μιας ψευδώνυμης «ισότητας». Βρίσκεται η έλλειψη θέλησης και προτύπων της νομολογίας, που εφάρμοσε τους νόμους στην πλέον απλουστευτική και συντηρητική εκδοχή τους.

Βρίσκεται ένα ανεπαρκέστατο σύστημα δημόσιας ψυχιατρικής και παιδοψυχιατρικής, που, αντί να καθοδηγήσει την νομική πράξη σε υγιέστερες και εξισορροπητικές λύσεις, δεν έχει άλλο να προτείνει από την «πειθάρχιση» του άλλου γονιού και του παιδιού, σε δικαστικά διαμορφωμένες άδικες καταστάσεις. Βρίσκεται η εμφανέστατη ανεπάρκεια δημοσίων θεσμών που θα συμβουλεύουν την οικογένεια και θα προστατεύουν τα οικογενειακά δικαιώματα και τους οικογενειακούς δεσμούς, όσο διαρκεί η οικογένεια, ή και στην περίπτωση που αυτή θα διαλυθεί.

Βρίσκεται η πλήρης έλλειψη συστήματος εκπαίδευσης οικογενειακών δικαστών. Βρίσκεται η ανυπαρξία του θεσμού του οικογενειακού δικαστή. Βρίσκεται η πλήρης παραγνώριση του παιδιού ως φορέα δικαιωμάτων και βούλησης που θα πρέπει να γίνει σεβαστή. Βρίσκεται η πλήρης έλλειψη εκπροσώπησης του παιδιού, ως ανεξαρτήτου και τρίτου μέρους ενώπιον των αρχών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων. Βρίσκεται η παράλογη τοποθέτηση «συμφέροντος του παιδιού» στον χώρο της «ιδιωτικής διαφοράς». Βρίσκεται μια Πολιτεία που «νίπτει τας χείρας της», παραδίδοντας το παιδί χωρισμένων γονέων στον ένα από τους δυο γονείς του, και αφοπλίζοντας τον άλλον, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητήσει το γονεϊκό μονοπώλιο του «έχοντος την επιμέλεια» γονιού.

Αυτή η έντονη αδικία και αυτή η διάχυτη δυστυχία αναμφίβολα αποτελούν εκδηλώσεις μιας κοινωνικής παθογένειας: ανώριμοι χαρακτήρες και με χαμένο προσανατολισμό, σε πλήρη σύγχυση, διαμορφωμένοι στο πλαίσιο μιας κοινωνίας σε γοργούς ρυθμούς διάλυσης, κάνουν παιδιά ενώ ταυτόχρονα αδυνατούν να μοιραστούν την ζωή τους με τον άλλον. Συνειδητοποιώντας ότι γίνονται ή έγιναν γονείς, σπεύδουν να διαχωρίσουν την ζωή τους από τον άλλον, παίρνοντας το παιδί στην δική τους ζωή, και αποκλείοντάς το από την ζωή του άλλου. Αλλά το ζήτημα είναι κατά πόσον οι υφιστάμενοι θεσμοί θεραπεύουν και συμμαζεύουν αυτά τα φαινόμενα, ή επιταχύνουν την διάλυση και την καταστροφή.

Στην περίπτωση του κατεστημένου συστήματος της απόλυτης μονογονεϊκής επιμέλειας, ο ρόλος των υφισταμένων θεσμών είναι διαλυτικός και καταστροφικός. Το ζευγάρι που χωρίζει υποχρεώνεται από τον νόμο να προσφύγει στα δικαστήρια για να διαμορφώσει την νέα έννομη κατάστασή του. Και η παρέμβαση των δικαστηρίων είναι πάντα προς την κατεύθυνση της διάλυσης της οικογένειας, της απόδοσης του παιδιού στον ένα από τους γονείς του, και στην αποκοπή της ουσιαστικής οικογενειακής του σχέσης με τον άλλον. Στο παραπάνω πλαίσιο, δεν έχει νόημα να επιχειρείται να μετατεθεί η ευθύνη της διάλυσης και της καταστροφής στους γονείς που χωρίζουν, με δικαιολογίες του τύπου «αν εσείς δεν τα βρίσκετε μεταξύ σας τι να σας κάνουμε εμείς».

Τούτο, διότι οι γονείς που χωρίζουν, έλαβαν τις αποφάσεις τους στο πλαίσιο των επιλογών που τους παρέχουν οι υπάρχοντες θεσμοί. Και είναι οι υπάρχοντες θεσμοί - αφού στα δικαστήρια, οι διαφορές για την «επιμέλεια» δικάζονται δίπλα - δίπλα με διαφορές για την «απόδοση μισθίου» και ανακοπές κατά διαταγών πληρωμής - αυτοί που «εκπαιδεύουν» τους γονείς να αντιδικούν και να αλληλοεξοντώνονται. Σ'όλα αυτά, ποτέ δεν συνεκτίμησε κανείς (ιδίως οι δικαστές) το γεγονός ότι 30% τουλάχιστον των Ελλήνων παρουσιάζει μιας μορφής ψυχοπάθεια που σε περίπτωση σύγκρουσης όπως είναι το διαζύγιο, εκδηλώνεται έντονα και η μοναδική εξουσία, όπως η επιμέλεια, που δίνεται σε γονέα με ψυχικά προβλήματα φέρνει καταστροφή.

Συνεπώς, προβάλλει ως επείγουσα και πιεστική αναγκαιότητα η θεσμική μεταρρύθμιση στον ζωτικότατο χώρο του κοινωνικού ιστού, που είναι η οικογενειακή έννομη τάξη। Προβάλλει ως επείγουσα και πιεστική αναγκαιότητα η καθιέρωση της «συνεπιμέλειας», ως βάσης για την διατήρηση των γονεϊκών ρόλων και σχέσεων απέναντι στο παιδί, ακόμα κι όταν το ζευγάρι των γονιών που το δημιούργησαν δεν ζει μαζί. Η «συνεπιμέλεια» νοείται σε τριπλή βάση: Κοινή εξουσία αποφάσεων για το παιδί, μεταξύ των γονέων. Ισόρροπη και ισόμετρη κατανομή του χρόνου του παιδιού με τον κάθε γονέα. Κοινή ευθύνη για το παιδί, τόσο για τα οικονομικά, όσο και για τα εν γένει προσωπικά βάρη του γονεϊκού ρόλου. Βεβαίως, ένα σωστό νομοθετικό πλαίσιο, που θα διασφαλίσει τις ισορροπίες και θα κατευθύνει τους γονείς σε δίκαιες και ορθά εξισορροπημένες λύσεις, θα έχει ήδη «τοποθετήσει» το πρόβλημα σε νέες βάσεις, και θα το έχει φέρει πιο κοντά στην λύση του.ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου