Πολλά έχουν γραφεί για τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα, αλλά τίποτε σχεδόν για τα παιδιά Γερμανών στρατιωτών με Ελληνίδες. Το κενό προσπαθεί να καλύψει ένα καινούργιο βιβλίο της ιστορικού Kerstin Muth (φωτ.).
Κάποιοι θα θυμούνται ίσως ακόμα το τραγούδι “Τίνος είναι, βρε γυναίκα, τα παιδιά” που τραγουδιόταν στην Ελλάδα μετά το 1945. Σε αυτό το τραγούδι ένας άνδρας ρωτάει τη γυναίκα του, γιατί το ένα τους παιδί φωνάζει “γιες”, το άλλο “για” και το τρίτο “σι”. Η απάντηση που δίνει ο ίδιος είναι ότι το ένα παιδί είναι Βρετανού στρατιώτη, το άλλο Γερμανού και το τρίτο Ιταλού. Το σκωπτικό άσμα ήταν πολύ αγαπητό στη μεταπολεμική Ελλάδα, γεγονός που υποδεικνύει ότι το ζήτημα ήταν γνωστό. Παρά ταύτα , για δεκαετίες ολόκληρες το ζήτημα των παιδιών, των οποίων ο πατέρας ήταν κατοχικός στρατιώτης, παρέμενε ταμπού.
Τα ανύπαρκτα παιδιά
Αυτό δεν ισχύει μόνον για την Ελλάδα αλλά και για χώρες όπως η Γαλλία, όπου τα αποκαλούμενα «παιδιά της Βέρμαχτ» υπολογίζονται στις 200.000, αλλά και η Νορβηγία με 12.000 γόνους του ναζιστικού στρατού. Ο συνολικός τους αριθμός στις χώρες που βρίσκονταν υπό γερμανική κατοχή ανέρχεται στο ένα εκατομμύριο. Για την Ελλάδα ο αριθμός των παιδιών της Βέρμαχτ δεν είναι γνωστός, αλλά η κ. Μουτ τα υπολογίζει σε μερικές εκατοντάδες.
Οι πρωτοβουλίες αυτών των παιδιών να μιλήσουν δημόσια για τη βιογραφία τους και να βγουν έτσι από την αφάνεια ξεκίνησαν μόλις πρόσφατα. Και αυτός είναι ο στόχος του βιβλίου της Κέρστιν Μουτ με τίτλο “Η Βέρμαχτ στην Ελλάδα και τα παιδιά της” που κυκλοφόρησε πρόσφατα και παρουσιάστηκε στο Βερολίνο σε εκδήλωση του πολιτιστικού συλλόγου ΕΞΑΝΤΑΣ: να αποκτήσουν τα παιδιά της Βέρμαχτ μια θέση στην ελληνική κοινωνία. «Ως σήμερα είναι ανύπαρκτα», μας λέει. «Γι αυτό θα πρέπει να οργανωθούν, όπως έχει συμβεί στη Γαλλία, τη Νορβηγία, τη Δανία. Η ένταξή τους σε μια οργάνωση ομοιοπαθών θα τα βοηθήσει να αναγνωρίσουν ότι η προσωπική τους βιογραφία δεν είναι μοναδική, αλλά ότι υπήρχαν ανάλογες περιπτώσεις και σε άλλες χώρες – όχι μόνον στην Ελλάδα.»
Τραύματα και ωραιοποιήσεις
Η αποδοχή του γεγονότος ότι είναι παιδιά Γερμανών στρατιωτών αποτελεί προϋπόθεση για να ξεπεράσουν τα ψυχικά τραύματα που προέρχονται από θλιβερές διακρίσεις που έχουν υποστεί: παραμέληση από τη μητέρα τους, αβεβαιότητα για την καταγωγή τους, απάρνηση από τον πατέρα τους, εξύβριση από συνομήλικους, στιγματισμό από το κοινωνικό περιβάλλον κ.ο.κ. Έξι από τα δώδεκα παιδιά της Βέρμαχτ που γνώρισε η Κέρστιν Μουτ στη διάρκεια των ερευνών δέχθηκαν να μιλήσουν μαζί της και να δώσουν την άδεια, ώστε να δημοσιευθεί η συνέντευξη στο βιβλίο. Πρόκειται για συγκλονιστικές αποκαλύψεις βαθιά πληγωμένων ανθρώπων που για πρώτη φορά είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν για το βαρύ φορτίο που επισκιάζει τη ζωή τους. Ως έμπειρη ψυχολόγος η κ. Μουτ άφηνε σε αυτούς την πρωτοβουλία να μιλήσουν για αυτά που έκριναν εκείνοι σωστό. Ακόμα και όταν παρουσίαζαν μια εικόνα του παρελθόντος που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα. Ότι δηλαδή οι γονείς τους είχαν έναν κεραυνοβόλο έρωτα, ότι ο πατέρας τους ήθελε, αλλά δεν μπορούσε να είναι μαζί τους και πολλά άλλα παρόμοια. Η Κέρστιν Μουτ: “Όχι μόνον τα παιδιά της Βέρμαχτ – ο καθένας μας ωραιοποιεί τη βιογραφία του, ώστε να είναι ‘ταιριαστή’. Στο βιβλίο μου θα δείτε ότι προσπαθώ να δώσω σε ορισμένες καταθέσεις τη σωστή διάσταση, θέτοντάς τις στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο.”
Θέληση να βγουν από την αφάνεια
Με την ιστορία της εποχής ασχολείται το πρώτο μέρος του βιβλίου, όπου η Κέρστιν Μουτ παρουσιάζει την κατάσταση που επικρατούσε στην κατοχική Ελλάδα. Εκεί δείχνει ότι οι λόγοι για τη σχέση Ελληνίδων με Γερμανούς στρατιώτες ήταν πολλαπλοί: βιασμός, συναλλαγή του τύπου σεξ έναντι τροφίμων, αποπλάνηση, αλλά και πραγματικός έρωτας. Υπήρξαν περιπτώσεις μάλιστα, κατά τις οποίες Γερμανοί αξιωματικοί κατ’ εξαίρεση έλαβαν την άδεια να παντρευτούν Ελληνίδες.
“Η γερμανική διοίκηση προσπαθούσε βέβαια να το αποτρέψει, υποδεικνύοντας την άμβλωση. Εάν όμως ο αξιωματικός επέμενε, τότε του δινόταν η άδεια να παντρευτεί.”, μας λέει η κ. Μουτ. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου η συγγραφέας πραγματεύεται το όλο θέμα από ψυχολογική άποψη, το τι σημαίνει δηλαδή να είσαι “μπάσταρδο των Γερμανών”. Και το τρίτο μέρος της μονογραφίας αποτελείται από τις συνομιλίες με παιδιά της Βέρμαχτ. Η Κέρστιν Μουτ αποκρύπτει τόσο τα ονόματα, όσο και τον τόπο διαμονής τους. Με τη συγκατάθεσή τους δημοσιεύει όμως τις φωτογραφίες τους. Συνήθως από την παιδική τους ηλικία. Ορισμένοι έχουν δώσει και σημερινές φωτογραφίες ως ένδειξη της θέλησής τους να βγουν από την αφάνεια και την ανωνυμία.
(Πηγή: dw-world)
Δημοσιεύτηκε από τον Απόστολος Παπαποστόλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου